Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ << ΕΛΛΑΔΑ>> ( ΜΕΡΟΣ 2ο )

Παρθενόπη  Γ.  Λιντάβα.


3 η ώρα  μεσημέρι μας  πήραν  από  το  σπίτι  και  μας  πήγαν  στο σταθμό. Μπήκαμε  στο  τρένο  πιστεύοντας  πως  πάμε  Ελλάδα. Σύντομα  οι  ελπίδες μας   διαψεύσθηκαν .  Στο  ταξίδι   υπήρχε  σίτιση , όμως  ήταν  ανεπαρκής. Θυμάμαι  έντονα  την αίσθηση  της  πείνας  και  της  ντροπής.  Ντρεπόμουν  αφάνταστα  όταν έπρεπε  να κατέβουμε  από  το  τρένο για  την  ανάγκη  μας.  Οι  περισσότερες  γυναίκες  λύνανε   τα μαντίλια  τους  και  σκεπάζανε  τα  πρόσωπά  τους  για  να  μην  βλέπουνε  τα βλέμματα  των  άλλων. Και  πέρα  από  την  ντροπή  ο φόβος  μην  τυχών  χάσουμε το  τρένο.  Μια  μέρα  ο αδελφός  μου  δεν  ανέβηκε   στο  βαγόνι  μας. Πρόλαβε   το  τελευταίο  βαγόνι  χωρίς  όμως  να  το ξέρουμε  εμείς. Μέχρι  να  μας  ειδοποιήσουν,  εμείς  είχαμε  τρελαθεί.  Μετά  από  14 μέρες  φτάσαμε  στο  Παχτά- Αράλ, στο  κολχόζ   Κιζίλ-Ασκέρ. Δούλευε  ένα  άτομο  και η αμοιβή του ήταν  μισό  κιλό  στάρι.  Που  να  χορτάσουμε; Ο  κόσμος  ξεπουλούσε  ότι  είχε  για  πούλημα,  να  επιζήσει. Δυστυχώς  όσοι  είχαν  πολλά  παιδιά  δεν  τα  κατάφεραν  όλοι. Είχαν  ξεκληριστεί  ολόκληρες  οικογένειες. Ύστερά  υπήρχαν  άλλα  δυο  θάματα  που  δυσκόλευαν  τα  πράγματα. Από  τη  μια  ο  ντόπιος  πληθυσμός   που  φερόταν  με  καχυποψία  προς  εμάς (  τους είπαν  πως  στο  τόπο  τους  θα  φέρουν  έναν  άγριο  λαό,  που όλοι  οι  άντρες  του  είναι  εγκληματίες)  και  από  την  άλλη  κάποιοι  δικοί μας  που  πράγματι  φερόντουσαν  σαν εγκληματίες. Έμπαιναν   στα  χωράφια  των  ανθρώπων  και  τα  ρημάζανε. Ήταν  βέβαια  λίγοι  όμως  μας  έκαναν  ζημιά  και  σε  μας.  Επενέβη  η  αστυνομία  για  να εξομαλυνθούν   τα  πράγματα. Η  οικογένειά  μου  μπορεί  να  πείνασε  όμως  επιβιώσαμε  όλοι.  Η  μητέρα μου  είχε  μερικά μέτρα  λευκό  χασέ ( ύφασμα).  Το  έκοψε  σε  μικρά  τετράγωνα ( μαντιλάκια)  και  εγώ  κένταγα  πάνω  τους  διάφορα  σχέδια.  Με  λίγη δαντέλα  γύρο  ήταν  έτοιμα. Τα  αδέλφια  μου  τα  πούλαγαν  και  με  τα  λεφτά  αγόραζαν  πατάτες.  Είχανε  μέγεθος  κορόμηλου  και τη  φλούδα  τους,  πριν  τις  βράσουμε,  την  ξύναμε  με  το  νύχι. Πέρασε  αρκετός καιρός  μέχρι   να  χορτάσουμε  ψωμάκι.



Όλγα  Ρ.  Ετών  86.  Μεσοχώρ.

Όταν  μας  εξόρισαν  ήμουν  20  χρονών.  Παντρεμένη  και  με  4 μηνών  κόρη. Ήμασταν  τυχεροί,  γιατί εμάς  μας  ειδοποίησαν  24  ώρες  πριν. Προλάβαμε  κάπως  να ετοιμαστούμε. Αλλά  τι  το  θέλεις:  όλο  το  βίο  μας  το  αφήσαμε  πίσω. Εκείνη την  εποχή  στην  περιοχή  θέριζε  ο  τύφος.  Το  νοσοκομείο  στο  Σουχούμι  ήταν  γεμάτο.  Με  το  φευγιό  όμως  οι  συγγενείς  τους  πήραν  από κι  και  έτσι  ταξιδέψαμε  άρρωστοι  και  γεροί  στο  ίδιο  τρένο. Στο βαγόνι  μας είχαμε  μερικά   μικρά  παιδιά  και  τα  προσέχαμε  σαν  τα  μάτια  μας. Εγώ  όλη   τη διαδρομή  δεν  άφησα  την  κόρη  μου  από   τα  χέρια  μου παρά  ελάχιστες  φορές. Ο  άντρας μου  πολλές  φορές  δεν  έτρωγε το  φαγητό  του,  το  έδινε σε  μένα για  να  έχω  γάλα για  το  μωρό. Σε άλλα   βαγόνια  πέθαναν  πολλοί  άνθρωποι,  σχεδόν  σε  κάθε  στάση  αφήναμε  νεκρούς.  Μετά  από  15 μέρες  ταξίδι  φτάσαμε στο  Παχτά-Αράλ  και  άρχισαν  η  πείνα  με  την  φτώχεια. Το  1951 γεννήθηκε ο  γιος  μου  και  εκτός  του  ότι  δεν  είχαμε  να  φάμε  δεν  είχαμε  και  τι  να   φορέσουμε.  Από  τσουβάλια  έραβα  στα  παιδιά  μου  ρούχα  και  από  καραβόπανο  τους έφτιαχνα  παπούτσια.  Δουλεύαμε  στο  βαμβάκι  από  την άνοιξη  μέχρι  το  φθινόπωρο. Πριν  δεν  το  ξέραμε  καν.  Όταν  φτάσαμε  σ εκείνο  το τόπο  το  βαμβάκι άνθιζε  και  μας  φάνηκε  πως  είναι  κάποια  ποικιλία   πατάτας. Μέχρι  να έρθω στην  Ελλάδα   το   1993   σ  εκείνο  το  βαμβάκι  δούλευα. Πολύ  δουλειά  και  πολύ  κούραση.  Στην  6-χρονη  πρώτη  κόρη  μου αναγκαζόμουνα  να  αφήσω  τα  άλλα  παιδιά.  Το  μικρότερο  ήταν  6 μηνών. Για  να μαγειρέψω,,  μάζευα  τα ξερά κλαδιά  του  βαμβακιού  και  ότι έμεινε  από  το  καλαμπόκι.  Μέχρι  να καλυτερέψει  η  ζωή μας  χρειάστηκε   να  περάσουν  κάπου  8-10  χρόνια.  Τέτοια  περάσαμε  τότε  εμείς  οι   ρωμαίοι…..





Χρήστος  Κ.  Γεννήθηκε  1921 ( Λευτεροχώρ). Απεβίωσε  2006.
                     ( Η  μαρτυρία καταγράφτηκε  πριν  το  θάνατό  του)


Την ημέρα που  μας εξόριζαν  είχαμε  τη  μάνα μας  άρρωστη  από  τύφο. Νοσηλευόταν  στο  νοσοκομείο  στην  πόλη  και  την  αφήσαμε  εκεί,  χωρίς  να  την αποχαιρετήσουμε. Δεν  την  ξαναείδαμε  ποτέ. Πέθανε μόνη  της,  ανάμεσα  σε  ξένους  ανθρώπους.  Οι  δύο  αδελφές  μου  σε όλο  το ταξίδι κλαίγανε. Και  εγώ με  τον  αδελφό μου κλαίγαμε,  όμως  κρυφά. Το  τι  υποφέραμε   εκείνα  τα  14 μερόνυχτα , δεν λέγετε.  Χώρια  που  πεινούσαμε,  δεν  μπορούσαμε  να  κάνουμε  και την  ανάγκη  μας  όποτε  θέλαμε.  Έπρεπε  να  κάνει  στάση το  τρένο  να μας κατεβάσουν.  Ρισκάραμε,   ανοίξαμε  μια   τρύπα   στο πάτωμα  και  όποιος  πια  δεν  άντεχε   μέχρι   την  στάση, την  χρησιμοποιούσε. Την  κρύβαμε  καλά,  γιατί  αν  μας έπιαναν  θα  μας  τιμωρούσαν. Όταν  φτάσαμε  στο  Καζαχστάν μας  πήραν  στο  κολχόζ  και  δουλεύαμε  όλοι  για  να  μπορούμε  να  επιβιώσουμε. Μετά  από  λίγο  έφτασε  η  είδηση  για  το  θάνατο  της  μητέρας μας.  Η  μικρότερη αδελφή  μας  δεν  μπόρεσε  να  ξεπεράσει  αυτήν  την απώλεια  και  πέθανε  κι  εκείνη.  Η  άλλη  μου  η  αδελφή  παντρεύτηκε και  έμεινε  έγκυος, όμως από  την  δύσκολη  ζωή  δεν  άντεξε  και  πέθανε  πριν  καν  προχωρήσει  η  εγκυμοσύνη  της. Παντρεύτηκα  και εγώ.  Τα  πρώτα  μας  τα  παιδιά  ήταν  δίδυμα.  Η  γυναίκα  μου  αρρώστησε  και  την  πήγαμε  με  το  αγόρι στην  μητέρα της ,  να  τους  φροντίσει εκείνη. Το  κοριτσάκι  το  κρατήσαμε  εμείς   γιατί  δεν  ήθελε  να  θηλάσει  τη  μάνα  της  και  το φρόντιζε  η  γυναίκα  του  αδελφού  μου.  Αγοράζαμε  αγελαδινό  γάλα. Όμως αυτός  που  μας το πούλαγε  το αραίωνε  με  νερό,   έτσι  έχασα  και  την  κόρη μου.  Μας  είχαν  τότε  σε περιορισμό  και  πήγαινα  νύχτα  να  δω  την  γυναίκα  και  τον  γιο μου.  Δεν  τόλμησα  όμως   ποτέ  να  της  πω  για το  χαμό  του  παιδιού  μας. Μόνο πριν  γυρίσει σπίτι  μας, της το  είπε  η  νύφη μου. Ύστερα  και ο  αδελφός  μου  έχασε  τον  γιο  του,  αυτόν  που  γεννήθηκε  στη  εξορία.  Τότε  από  γαστρεντερίτιδα   πέθαναν πολλά  παιδιά. Πέρασε  αρκετός  καιρός  μέχρι  να επουλωθούν  οι  πληγές  μας…..




Ρούδα   Μ.  Γεννηθείσα   19219(  Πούρτς). Απεβίωσε  2012.
                     (  Η  μαρτυρία  καταγράφτηκε  πριν  το  θάνατό  της)


Ήρθαν  να  μας  πάρουν  οι  στρατιώτες  και  πριν  απομακρυνθούμε  από  το  σπίτι  ο  γείτονάς  μας  ο  αρμένης   μπήκε  να  εγκατασταθεί  μέσα. Ο άντρας  μου το  έχτιζε  χρόνια  αυτό  το  σπίτι  και  τώρα  εμείς  φεύγαμε  διωγμένοι  απ  αυτό. Πήραμε  μαζί  μας  ρούχα,  τροφή  και  την  ραπτομηχανή  μου  τη  << Ζίνγκερ>> Και  ύστερα  15 μέρες πείνας,  ανέχειας , ταπείνωσης. Να  μας  κατεβάζουν  από  το  τρένο  και  να  κάνουμε  την  ανάγκη  μας  μπροστά  στους  πατεράδες   μας , τα  αδέλφια  μας,  ξένους  ανθρώπους.  Και  όλο  αυτό  με τη  ψυχή   στο  στόμα, μην  χάσουμε  το τρένο.  Μια  φορά  που  άργησα  ο  στρατιώτης  μ  έσπρωξε   και  έπεσα  στις  γραμμές..  Τόσο  μου  κακοφάνηκε  που  πήρα  στη  χούφτα  μου  λίγο  ξερό  χώμα  και   πέταξα  κατά  πάνω  του. Αντί  για  μένα,  που  είχα  παιδί  της  αγκαλιάς,  τιμώρησαν  τον  άντρα μου:  κλείστηκε  στην  απομόνωση   για   24  ώρες. Φτάσαμε  στο Παχτά-Αράλ.  Όταν  μας  ρώτησαν  που  θέλουμε  να  πάμε,  ζητήσαμε  το  σοβχόζ.  Εκεί  οι  άντρες  μας  δούλεψαν  στην  οικοδομή,  παίρνανε  μεροκάματο. Ζούσαμε  σ  ένα  κτήριο  σε   σχήμα  <Π>,  παράγκα  το  λέγανε. Σε  κάθε  οικογένεια  ένα  δωμάτιο  με  χωμάτινο πάτωμα.  Από  την  Απχαζία  φέραμε  τρία  παιδιά:  δύο  γιους  και  την  κόρη  μας. Στην  εξορία  τα  δύο  πρώτα  κοριτσάκια  που  γέννησα,  πέθαναν  μικρά.. Πεινούσα  και  δεν  είχα  αρκετό  γάλα να  τα  θηλάσω,  ήταν  συνέχεια   άρρωστα,  πόσο  θα  αντέχανε. Τα  μεγαλύτερα  όλο  μας  ζήταγαν  να  φάνε ,  τα ξεγελάγαμε  με  όποιο  τρόπο  μπορούσαμε.  Μια  μέρα  ο άντρας  μου  βρήκε  μέσα  στη  σκόνη  ένα  κουλουράκι. Το έφερε  σπίτι,  το  καθάρισε  και  το  μοίρασε  στα  τρία,  για  τα  παιδιά. Με το  ένα  τσουβάλι  αλεύρι  που  μας  έδωσαν  περάσαμε  ένα μήνα.   Μας  έδωσαν  και  ένα  κομμάτι  γης,  προλάβαμε  να  φυτέψουμε   κάτι  της.  Αργότερα  πουλήσαμε  ότι  χρυσαφικά   είχαμε,  δούλεψα  κι   εγώ  στα  βαμβάκια  και  πήραμε   αγελάδα.  Δεν  ζήσαμε ποτέ  πλούσια,  όμως  δεν μας  λείψανε   τουλάχιστον  τα απαραίτητα.










Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ << ΕΛΛΑΔΑ>> ( ΜΕΡΟΣ 1ο )

13 Ιουνίου  1949.  Σε  όλη  την  περιοχή  της  Αμπχαζίας  πραγματοποιήθηκε  η πρώτη  φάση   της  επιχείρησης   < Κύμα>.  Ήταν  η μέρα,  που  ενεργοποιήθηκε  ένας  ανθρώπινος   κρατικός  μηχανισμός  των  12.756  ατόμων,  για  να  φέρουν  σε  πέρας  την  εξής  αποστολή: μέσα  στην ίδια  μέρα, να βγάλουν  όλους  τους   έλληνες  από  τα  σπίτια  τους,  να  τους  οδηγήσουν  στο  σιδηροδρομικό   σταθμό,  να  τους  φορτώσουνε  στα  τρένα  σαν  τα  ζωντανά  και  να  τους  στείλουνε  στην  εξορία  τους  στο  Καζαχστάν. Και  κανένας  απ’ αυτούς  τους  δύστυχους  να  μη  ξέρει, που  πραγματικά    τους   πηγαίνουν. Με  την   κρυφή  ελπίδα  πως  πορεύονται  προς  την  πατρίδα  Ελλάδα.  Βρήκα   τους  ανθρώπους  που  έκαναν  αυτό  το   <ταξίδι> ,   ζήτησα  να  μου  πουν  τις  ιστορίες  τους   και  τις  κατέγραψα. Όποιος  θέλει,  ας  τις  ακούσει:


Παναγιώτης  Ζ. Ετών  84. Μανέα.

Ήταν   13  Ιουνίου, 6  η ώρα  το  πρωί.  Μας έδωσαν   μια  ώρα  να  ετοιμαστούμε. Ήμουν   18  χρονών  και  θυμάμαι  τα  πάντα μέχρι τη  παραμικρή   λεπτομέρεια. Υπήρχαν  δύο  σιδηροδρομικοί σταθμοί  στην περιοχή :  στο  Κελεσούρ  και  στο  Σουχούμι (  ονομαζόταν   Λεσκόπ).   Εμάς  μας  πήγαν  στο  Κελεσούρ.  Σε  ένα  βαγόνι  ήμασταν  περίπου  60  άτομα.  Βρήκαμε  κάτι  σανίδες  και  φτιάξαμε  κρεβάτια  να κοιμηθούμε. Τα  τρόφιμα  που  πήραμε μαζί  γρήγορα χαλάσανε  και  τα  πετάξαμε.  Σε κάθε  στάση  μας  έδιναν  τροφή.  Άλλοτε μαγειρεμένο  φαγητό,  άλλοτε  κονσέρβες. Τις  πρώτες  τρεις  μέρες  πιστεύαμε  πως  μας  πάνε  στην  Ελλάδα.  Όταν  κατεβαίναμε  στους  σταθμούς,  το  ρίχναμε  στους χορούς  και  τραγούδια. Αυτό  κράτησε  μέχρι ένα μέρος  που  το  λέγανε  Τουχαψέ. Από κι  το  τρένο έστριψε  και  άρχισε  να  απομακρύνετε   από  τη  θάλασσα.  Εκεί  πια  καταλάβαμε  πως  δεν  μας  περιμένουν   κάπου  καράβια  όπως  ελπίζαμε. Ξέραμε  πια  πως ένας  είναι  ο  δρόμος,  στην  εξορία. Και  πάλι  δεν  ξέραμε  το  προορισμό  μας.  Μετά  από  16  μέρες  ταξίδι  φτάσαμε  στο  Παχτά-Αράλ. Για  φαντάσου  τώρα   από  60  βαγόνια  κόσμο,   αφημένο  στη  μέση  του  πουθενά. Ήρθαν  μας  πήραν  με  αυτοκίνητα.  Εμείς  πέσαμε  σε  κολχόζ < Μπέλαγια  σκόλα> (  Άσπρο  σχολείο) Σπίτια  δεν  υπήρχαν  για  μας,  άλλους  βάλανε  σε  σκηνές  και  άλλους  κάτι  υπόγεια  δωμάτια,  3  μέτρα  κάτω  από  τη  γη. Τελικά  κάτω  από  τη  γη  ήταν καλύτερα,  μπορέσαμε  να  ξεχειμωνιάσουμε  χωρίς  να  πεθάνουμε  απ’ το  κρύο.  Το  πρώτο  καιρό  είχε  πεθάνει πολύς  κόσμος, περισσότερο  παιδιά. Μια  γυναίκα  έχασε  δύο  παιδιά  ταυτόχρονα. Έπρεπε  να  πάει  κάπου  και  τα  πήρε  μαζί:  το  ένα  το  έδεσε  στη  πλάτη  και  το  άλλο  το  κρατούσε  αγκαλιά. Μέχρι  να  γυρίσει  σπίτι  < έφυγαν>  και  τα  δύο.  Η   ίδια  γυναίκα  έχασε  ένα  19 -χρόνο  γιο  καθοδόν.  Το  είχε  στο  νοσοκομείο άρρωστο, όμως την  ημέρα που  μας  εξόρισαν  πρόλαβε  και  το  πήρε  από  κι.  Το  είχαμε  στο  δικό  μας  βαγόνι,  χώρια  από  τους  δικούς  του.  Το  κακόμοιρο  κάποια  στιγμή  δεν  άντεξε  άλλο  και  ζήτησε  από  τη μάνα  του  να  το αφήσει  κάπου.  Ο υπεύθυνος   του  βαγονιού  κανόνισε  και  στο  επόμενο  σταθμό  το  περίμενε   ασθενοφόρο  να  το  πάει  νοσοκομείο.  Μετά  από  4  μήνες  ειδοποίησαν   τη  μάνα  πως  το  αγόρι  πέθανε.



Ματφία  Π.    Ετών  79. Μαχμπαράνι

Ήμουν  13  χρονών,  όταν  εκείνη  τη  νύχτα  μπήκαν  στο  σπίτι  μας  δύο  στρατιώτες  με  όπλα  και μας  διέταξαν  να  ετοιμαστούμε  να φύγουμε. Μας  επέτρεψαν  να  πάρουμε,  ότι  χρειαζόμασταν. Ήμουν  ορφανή  από  πατέρα,  τα μεγαλύτερα  αδέλφια  μου  είχαν  παντρευτεί,  όμως  ευτυχώς  στο  τρένο  μας  έβαλαν  όλους  μαζί. Για  καλή μας  τύχη  πέσαμε  σε  καλούς  στρατιώτες.  Η  γυναίκα  του αδελφού  μου  ήταν  ετοιμόγεννη  και  στο  δρόμο  την  πιάσανε  οι  πόνοι.  Ένας  από τους  στρατιώτες   την βοήθησε  να  ξεγεννήσει  το  παιδί  και  ήταν ο  πρώτος  που  το  κράτησε  στα  χέρια του.  Γεννήθηκε  αγόρι  και  ο  αδελφός  μου ρώτησε τον  στρατιώτη  πως  τον  λένε. Τον έλεγαν  Βασίλη  και  ο  αδελφός  μου  από  ευγνωμοσύνη έδωσε  το  όνομά  του  στο  γιο  του. Στο  βαγόνι  μέσα  είχαν  χτίσει   λίγο  πιο  ψηλά  από  το πάτωμα  ξύλινα  κρεβάτια  για  μια  οικογένεια. Εμείς  είχαμε  μαζί μας   κάτι  σεντόνια  να  στρώσουμε,  άλλοι  κοιμόντουσαν  πάνω  στα  γυμνά  σανίδια. Θυμάμαι  πως  σταμάταγε  το  τρένο  και  κατεβαίναμε  όλοι  κάτω  να  κάνουμε  την  ανάγκη  μας.  Άντρες,  γυναίκες,  όλοι  μαζί.  Στην  αρχή  ντρεπόμαστε  πολύ  όμως  σε  λίγο  συνηθίσαμε.  Αφοδεύαμε   πάνω  στις  γραμμές  και  έπρεπε    γρήγορα   να  ανέβουμε  στο  τρένο,  γιατί  μπορούσαμε  να  το  χάσουμε. Μια  γυναίκα  που  δεν  πρόλαβε,  σκοτώθηκε από  το  τρένο.  Στο  Καζαχστάν  μας  έφεραν  στο  Αξούη.  Εκεί  ζήσαμε  για  δύο  χρόνια  σε  ένα  σπίτι, που  μόνο  σπίτι  δεν έμοιαζε, μάλλον  καλύβα  ήταν.  Τοίχοι  από  λάσπη  και άχυρο  και  χωμάτινα  πατώματα.  Πάντως  σε  σχέση  με  άλλους,  η περιοχή  που  μας  ρίξανε  ήταν  καλύτερη  απ΄ αλλού. Σταθήκαμε  πιο  γρήγορα  στα  πόδια  μας….


Σιμέλα  Μ. Ετών  85.Μεσοχώρ.

Εμάς  ήρθαν  να  μας  πάρουν  κατά  τα  ξημερώματα. Ο  πατέρας  μας  περίμενε  πως  θα  συμβεί  κάτι,  γιατί  πιο  πριν  ο  αδελφός  του  τον  προειδοποίησε  με  ένα  πυροβολισμό. Γι’ αυτό  το  λόγο  οι  στρατιώτες βρήκαν  πάνω  του  το  μαχαίρι  στη  ζώνη του.  Με  το  που  το  είδαν,  μας  διέταξαν  να  σηκώσουμε  τα  χέρια  ψηλά  και  να  βγούμε  έξω. Στο  σπίτι  δεν  μας  επέτρεψαν  να  ξαναμπούμε,  έτσι φύγαμε  χωρίς  να  έχουμε  κάτι  μαζί  μας.  Για  κακή  μας  τύχη  πέσαμε  σε  πολύ  άγριου στρατιώτες .  Μας  πήγαν  στην  Τράντα( Ντράντα).  Εκεί  ήδη  υπήρχε   μαζεμένος  πολύς  κόσμος. Δύο άτομα,  ο  γέρο- Μήτος  Κοσμίδης  και   η  Μαρία, μια  μεγαλοκοπέλα,  δεν  άντεξαν  και  πέθαναν  από  την  στενοχώρια.  Τους  πήραν  με  το  αυτοκίνητο  και  τους  πήγαν  κάπου.  Όλοι  ήμασταν  σίγουροι πως  τους  πέταξαν  σε  κάποια  χαράδρα. Στη  διαδρομή  περάσαμε  χειρότερα  απ’ όλους.  Όταν φτάσαμε  στο  Παχτα-αραλ  τα  πράγματα  έγιναν  ακόμα  δυσκολότερα.  Στο   τρένο  πάνω  τουλάχιστον  μας  έδιναν  φαγητό,  εδώ  μας  πέταξαν  σε  μια  καλαμένια  καλύβα. Μαζέψαμε  ξερά  χόρτα  και  ρίξαμε  στο  χώμα  για  κοιμηθούμε. Το  κολχόζ  που  μας  έριξαν  λεγόταν  Αμανγκελντί. Πριν  το  χειμώνα  μας  έβαλαν  σε  ένα  σχολείο.  Πολλές  οικογένειες μαζί. Από  την  πείνα  πρήζονταν   οι  κοιλιές  μας  και  κάθε  μέρα  πέθαινε  τουλάχιστον  ένα  άτομο.  Κάποια  μερα  πέθαναν  τρία  άτομα  μαζί..  Ζήσαμε  στο  σχολείο  δύο  χρόνια. Ύστερα  μας χτίσανε  μικρά  σπιτάκια  και  μας  βάλανε  εκεί. Συνεχίζαμε  όμως  να  πεινάμε. Θυμάμαι  ένα  μικρό  ορφανό κοριτσάκι  που είχε  μόνο  δύο  μεγαλύτερα αδέλφια.  Είχε  πάει  κοντά  σε  μια  ρωσίδα  που  έφτιανε  τηγανίτες  έξω  από  την  πόρτα  της. Το  κοριτσάκι  κάθονταν  εκεί  κοντά  της  και  απλώς  την  κοίταγε. Η  άλλη  έκανε  πως  δεν  το  βλέπει. Σ’  εκείνη  εκεί  τη  θέση  έπεσε  το  κοριτσάκι  και  πέθανε.  Το  φέρετρο  το  έφτιαξαν  από  χοντρά  κλαδιά, μια  και  σανίδια  δεν  υπήρχαν. Έβλεπα  το  άψυχο  κορμάκι  της  ανάμεσα  σ΄ αυτά….  Μετά  από  τρία  χρόνια  μας  έδωσαν  έξω  από  το  χωριό    από  ένα  κομμάτι  γης,  περίπου  εκατό  τετραγωνικά  μέτρα  και  φυτέψαμε  λίγα λαχανικά. Στην Ελλάδα  ήρθαμε  το Δεκέμβριο  του  1989.



Σταύρος  Γ.  Ετών  78 Πουρτς.

Ξέραμε  πως  θα  μας  πάρουν  και  πιστέψαμε  ότι  θα  μας  στείλουν  στην  Ελλάδα. Στις  τρεις  η  ώρα   ήρθαν σπίτι  δύο  στρατιώτες  και  κάθισαν  μαζί μας μέχρι  τις  7. Επέτρεψαν  να  πάρουμε  ότι  χρειαζόμασταν  και  μας  πήγαν  στο  σταθμό. Στο  βαγόνι   που  ήταν  μοιρασμένο  στα  δύο, ήμασταν  8  οικογένειες,  τέσσερις  στην  κάθε  μεριά.  Στις  στάσεις  μας    έδιναν  διαταγή:  <  ποντ  βαγκόν!> ,   δηλαδή  <  κάτω  από  το  βαγόνι!> Κατεβαίναμε  και  αφοδεύαμε  πάνω  στις  γραμμές. Μια  φορά  εκεί  που  μας  κατέβασαν,  είχε  μια  λίμνη.  Ένας    δικός  μας άντρας ,  έβγαλε  τα  ρούχα   του  και  γυμνός  έτρεξε  και έπεσε  μέσα  για  να  κάνει  μπάνιο.. Οι  στρατιώτες  τον  έφεραν  πίσω  και  με  το  καμτσίκι  δούλεψαν  τόσο  το  κορμί  του  που  εκείνος  δεν  μπορούσε να  κουνηθεί  μέρες. Ταξιδέψαμε  14  μερόνυχτα  και  φτάσαμε  στο  Βελίκι  του Παχτά-αράλ  περίπου  50  οικογένειες. Από  τα  γύρο  χωριά  ήρθαν  με  αυτοκίνητα  άνθρωποι να  μας  πάρουν  μαζί  τους. Θέλανε  βλέπετε,  εργατικά  χέρια.  Η  διαφορά με  το  <  σκλαβοπάζαρο>  ήταν   που σε  ρώταγαν  που θέλεις  να  πάς  και  το  ότι  δεν  σε αγόραζαν.  Εμάς,  όσοι  ήμασταν  από  το  Πουρτς,  μας  μάζεψε  ο  κουνιάδος  της  αδελφής  μου,  ο  Ανέστης    Μεταξάς,  και μας  είπε  να  ζητήσουμε  να πάμε  σε  <σοβχόζ>,  εκεί  θα  δουλεύαμε  με  μεροκάματο. Όσοι  πέσανε  σε  κολχόζ  πεινάσανε .  Εκεί  δούλευες όλη  μέρα  και  πληρωνόσουν σε  είδος(  μισό  κιλό στάρι  το  άτομο).  Στο  χωριό  που  μας πήγαν  λεγόταν  <  Καουτσούκ>,  από  το  φυτό  καουτσούκ   που καλλιεργούσαν  εκεί.  Ήταν  το  κεφαλοχώρι   της  περιοχής. Μας  έβαλαν  στο  χειμερινό  κινηματογράφο.  Μείναμε εκεί  2  μερόνυχτα. Ύστερα  μας  χώρισαν. Την  οικογένειά  μου  μαζί  με  μερικές  άλλες  μας  έριξαν  σε ένα  πολύ  μικρό  χωριό  με  την  ονομασία  <  Κισλάκ>.  Στην  πραγματικότητα    το  κισλάκ  ήταν  μια  απλή  λέξη  που  στην  γλώσσα  των   ντόπιων σήμαινε<<χωριό >.  Είχε  εκεί  ένα  παλαιό  σχολείο  στο  οποίο  ζήσαμε  κάπου  3  χρόνια.  Μετά  μας  έφτιαξαν  σπιτάκια(  ένα  δωμάτιο  όλο κι’   όλο, με  χωμάτινο πάτωμα)  και  μας  έδωσαν  λίγη  γη. Από  τα  πρώτα  χρόνια  της  εξορίας το  μόνο  που  θυμάμαι  καλά  είναι η  μόνιμη  πείνα  μας.  Ούτε  στο  πόλεμο  δεν  πεινάσαμε  τόσο. Τα  καλοκαίρια  ήταν  κάπως  καλύτερα,  τους  χειμώνες  λιμοκτονούσαμε……



Κυριακή  Φ.  Ετών  90. Κιλιρίμς.


Ήμουν  24 χρονών  το  1949,  παντρεμένη,  με  δύο  παιδιά  και  έγκυος  στο  τρίτο. Δεν  ξέρω  γιατί,  όμως  στο  δικό μας  χωριό,  κάπου  7  οικογένειες  δεν  μας  πήραν  τη  πρώτη  φορά. Στο  χωριό  μας ζούσαμε μόνο  ρωμαίοι  και  όταν  μείναμε  τόσο  λίγοι,  δεν  ξέραμε  τι  θα  γίνει  με μας. Ύστερα  μάθαμε  πως  τους  δικούς  μας  τους  εξόρισαν     στο  Καζαχστάν  και  σε  λίγο  θα  μας  πάνε  και  εμάς.  Προλάβαμε  να  ετοιμαστούμε  κάπως.  Μαζέψαμε  τα  πιο  χρήσιμα πράγματα  και  ετοιμάσαμε  φαγητά  για  το  δρόμο.  Στο  τρένο  που  μας  βάλανε  δεν  ξεχώριζε  από το  μαντρί  μου,  τόση  δυσοσμία. Πριν μεταφέρανε  ζωντανά  μ’ αυτό. Πήραμε  τη  θέση  τους  εμείς  οι άνθρωποι .  Τα  φαγητά  μας  χάλασαν  πριν  τελειώσουν  και  τα  πετάξαμε.  Μας  τάιζαν  μια  φορά  την  ημέρα  κάτι φαγιά  που  εμείς  ούτε  στα  σκυλιά  δεν  το  δίναμε.  Το  κρέας  που  τρώγαμε δεν  καταλαβαίναμε  από  τι  ζώο  είναι.  Σκληρό  και  ξινό,  στην  αρχή  σου  έφερνε  εμετό.  Το  τρώγαμε  όμως, τι  να  κάναμε, να  πεθαίναμε  της  πείνας; Όσοι  είχαν  μαζί  τους  χρήματα  όλο  και  κάτι  αγόραζαν  στις  στάσεις.  Εγώ  μόνο  νερό  κατέβαινα  να πάρω, λεφτά  δεν  είχα. Γέμιζα  τον  κουβά νερό  και  ίσα  που  μας  έφτανε  μέχρι  την  άλλη  στάση. Άλλοτε  μας  κατέβαζαν  από  το  τρένο  για  την  ανάγκη  μας. Οι  στρατιώτες  κάθονταν  από  πάνω  μας  με  τα  όπλα   και  μας  έσπρωχναν  με  τις  κάνες  άμα  αργούσαμε.  Μια  φορά  η μάνα  μου  και  η  μεγάλη  αδελφή  ζήτησαν  να  πάνε  λίγο  πιο  πέρα. Το  τι  βρισίδι  ακούσανε  δεν  λέγετε.  Μια  κοπέλα  από  το  βαγόνι   μας,  Σεμίρα  την λέγανε,  νευρίασε  μαζί  του.  Πήδηξε  κάτω,  ξεβρακώθηκε  κοντά  του  και  του  κατούρησε  τις  μπότες. Ύστερα  απ’ αυτό  ο  στρατιώτης  μας άφηνε  να  απομακρυνθούμε  πιο  πέρα. Γελάγαμε  μέρες  μ’ αυτό  το  περιστατικό. Το μέρος  που  μας  πήγαν  λεγόταν  Κιζίλ  Ορντά.  Σε  όλο  το  Καζαχστάν  ίσως  να  μην  υπήρχε  χειρότερη  περιοχή.  Στην  αρχή  μας  έβαλαν  σε  στάβλο  μέσα, που  βρόμαγε  κοπριά  και  ήταν  γεμάτο  κουνούπια.  Τα  βάσανά μας  όμως  δεν  τελείωσαν  εδώ. Τα  άχυρα  που  βρήκαμε  να κοιμηθούμε  ήταν  γεμάτα  ψείρες  και  μας  κατασπάραξαν.  Μετά από λίγες  μέρες  μας   πήγαν  σε  κάτι  καλύβες.  Τα  ίδια  χάλια,  αλλά  τουλάχιστον  είχε  καθαρό  αέρα.   Βράζαμε  το  λασπόνερα  για  να  πιούμε  νερό.  Για  μπάνιο  ούτε  λόγος.   Τα  ρούχα    είχαν  λιώσει  πάνω  μας.  Και  πάνω που  πήραμε  κάπως  τα  επάνω  μας,  μας  μεταφέρανε  αλλού.  Σε   μια  ερημιά  με  αμμόλοφους,  , <τουγαγιάδες>  τα  λέγανε.  Μάζευα  ξερά   <σαξαούλ>  (  αγκάθια  που  τρώγανε  οι  καμήλες)  και  μαγείρευα  λίγο  φαγητό.Μετά το  θάνατο  του  Στάλιν  φύγαμε  απ αυτή  τη  κόλαση   και  πήγαμε  στο  Παχτά  Αράλ. Όσο  έκλαψα εκείνη  την  εποχή δεν  έκλαψα  σε  όλη  την  υπόλοιπη   τη  ζωή

Ζωη Καραγιαννίδου

Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

ΛΕΛΕΥΩ ΣΕ > - Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΦΡΑΣΗ ΣΤΟ ΚΟΣΜΟ


Χρόνια  τώρα   προσπαθώ  να  ερμηνεύσω   τη  σημασία   της   πιο  φράσης     στο κόσμο -  τη  λέξη  < λελεύω  σε>. Μια  φράση  που εκφράζει  πλήθος  συναισθημάτων  και  κανένας  πόντιος  δεν  θα  την  πει,  αν  πραγματικά  δεν  νιώθει  αυτά  τα  συναισθήματα.  Στα  ψέματα , το <να  λελεύω σε>,  δεν  θα  στο  πει  κανείς! Οπότε  λοιπόν  άρχισα  να  ψάχνω  λέξεις  που  να  μοιάζουν  μ’ αυτή,  όχι  μόνο  ηχητικά , άλλα  και  να  εκφράζουν  πολλά  συναισθήματα  μαζί. Στην  ποντιακή  γλώσσα συχνά  εμφανίζονται   ρήματα  που  έχουν    σχέση  με  συμπεριφορές των  ζώων.  Π.χ.:   το  <μπουσουλάω>    -<αρκουδεύω>  από  το  περπάτημα  της  αρκούδας,  < πηδώ>-  <λαγγεύω>  από  το  πήδημα  του  λαγού(  λάγος  η  λαγούδ’)   στα ποντιακά  η  το<  κ+ονο+ποιομαι>  - < κυλιέμαι >,  δηλαδή <  ποιώ τον  όνο>. (Πιστεύω  μάλιστα ,  πως  εκ  τούτου αυτή  η  λέξη  είναι  λάθος  να  γράφετε   με  δύο  ωμέγα). Οπότε  προσπαθώντας να  βρω  μια  άλλη  λέξη  που  να  ταιριάζει με  το  <λελεύω>  βρέθηκα  σε αδιέξοδο.  Στην  ποντιακή  γλώσσα  δεν  βρήκα  καμιά  λέξη  που  να  μοιάζει μ αυτήν.  Βρήκα  όμως μια  ολόιδια  στη  ρωσική  γλώσσα!   Τη λέξη<лелею- λελέγιου>. Δεν  μοιάζει  μόνο  ηχητικά,  έχει  και  την  ίδια  έννοια  Σημαίνει <  περιβάλλω  κάποιον  με  φροντίδα  και λατρεία> Τι  σχέση  όμως θα  μπορούσαν  να  είχαν   δύο  λέξεις  σε  δύο  διαφορετικές  γλώσσες;  Κατά  τη  γνώμη  μου  αυτή  η σχέση  πρέπει  να είναι  θρησκευτική  και  η  μόνη  λέξη  που  θα έπαιρναν  οι  ρώσοι  μέσα  από  την  θρησκεία  είναι  η  λέξη <έλεος>.  Θα  μου  πείτε,  πως  απ’ αυτή  προέρχεται  και  το < ελεημοσύνη >, όμως  και  τα  δύο  σημαίνουν    < ευσπλαχνία> Εμείς  οι  πόντιοι  είμαστε  βαθιά  θρησκευόμενος  λαός  και  συχνά   απευθυνόμαστε στο  θεό,  να  μας  <ελεήσει>  και  συγχρόνως  πιστεύουμε  πως  <  πλούσια  είναι  τα  ελέη  του  θεού>.  Και  τα  < ελέη  του  θεού>  δεν  είναι  μόνο  τα  υλικά  αγαθά  (που  εγώ  πιστεύω  πως  δεν  συμπεριλαμβάνονται  και  καθόλου στα  ελέη),  άλλα  είναι  και η  αγάπη,  η  στοργή,  η  προστασία,  η  συμπαράσταση  η  φροντίδα και  πολλά  άλλα.  Οπότε  ο  λαός  μας,  θέλοντας  να  τα  προσφέρει  λεκτικά  όλα  αυτά  σε  όσους  αγαπά,  του  έλεγε:  <  ελεεύω σε> (  σε  ελεώ)  που  συνεκδοχικά  έγινε  <λελεύω σε) Πιο παλιά  το  <λελεύω>  το  ερμήνευα  <να  σε  χαρώ!> Όμορφο κι’ αυτό!.  Δεν  ξέρω  βέβαια,  αν  συμφωνείτε  με  όλα  αυτά η  αν  σας έπεισα  με  τα  επιχειρήματά  μου. Εγώ  απλώς ήθελα  να  το  μοιραστώ  μαζί  σας.

              Από  καρδιάς:   ΛΕΛΕΥΩ  ΣΑΣ!



                                                                   Ζωή  Μεταξά

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΑΥΚΑΣΟ

Η  ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ  ΤΩΝ  ΕΛΛΗΝΩΝ  ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ  ΠΡΟΣ  ΤΟ ΚΑΥΚΑΣΟ

Ξεκινώντας  τη  μελέτη  μου  για  τα  ελληνικά  χωριά  της  περιοχής  της  Αμπχαζίας  είχα  σκοπό  να  ασχοληθώ   μόνο  με  το  λαογραφικό  μέρος. Μου  προέκυψε   στην  πορεία  και   κάτι  λίγο  από  φιλολογία.  Εκείνο  όμως  που  δεν  σκέφτηκα   καθόλου  ήταν,  πως  χρειαζόταν    και  κάτι  από  ιστορία.   Οι  αναφορές  στη  πόλη  Σουχούμι  δεν  έγιναν   αρκετά  κατανοητές. Ούτε  οι  αναφορές  μου  στη  μετανάστευση  των  ελλήνων  του  Πόντου  προς  το  Καύκασο.  Οπότε  πάμε από την  αρχή.  Στην  αρχαία     Διοσκουριάδα,  όταν   κατακτήθηκε  από τους  ρωμαίους,  το  πρώτο  προ   Χριστού  αιώνα.  Καταστράφηκε  εντελώς  απ’ αυτούς  και  στη  θέση  της  χτίστηκε  καινούρια  πόλη  που  ονομάστηκε  Σεμπαστόπολης  και  η  ονομασία  αυτή  δεν  έχει  καμία  σχέση  με  την  ελληνική  Σεβαστούπολη.  Στα  λατινικά  σημαίνει    κάτι  σαν<  οχυρωμένη  περιοχή>.  Άλλωστε    τι  νόημα  είχε  να  γκρεμίσουν  οι  ρωμαίοι  μια  ελληνική  πόλη,  να  την  ξανά-χτίσουνε  και  να  της  δώσουν  πάλι  ελληνική  ονομασία.  Και  μια  και  το  έφερε  η  κουβέντα,  ας  πούμε  κάτι  για την  Σεβαστούπολη  της   Κριμαίας,  η οποία   χτίστηκε  προς  τα  τέλη  του  18 ου  αιώνα  από  τον  πρίγκιπα  Γρηγόριο   Ποτιόμκιν. Έμπιστος  της  Αικατερίνης ΙΙ ,   εραστής  και  συνεργάτης  της,  οραματίστηκε    την  αναγέννηση   του  Βυζάντιου   στην  Κριμαία ( αρχαία Ταυρίδα)  .  Δαπανήθηκαν  τεράστια  ποσά, αναδασώθηκαν  απέραντες  έρημες   εκτάσεις,  πόλεις  και  χωριά  φύτρωσαν  παντού  σε  μικρό  χρονικό διάστημα. Και  μέσα  σε  όλα  αυτά  το  καλύτερό  του  δημιούργημά    η  Σεβαστούπολη,  το  κόσμημα    της  Ταυρικής  χερσονήσου. Οι  καιροί  όμως  αλλάζουν.  Η  τσαρίνα  πέρασε  στην  αγκαλιά  του  επόμενου  εραστή  της.  Στο  σύνολο 23.(  ιστορικό  κουτσομπολιό)    Ο Ποτιομκιν  έχασε  την  εύνοιά  της  και  ύστερα  από  λίγους  μήνες  πέθανε. Η  Σεβαστούπολη ( οι  ρώσοι  την  μεταφράζουν  <μεγαλειώδης    πόλη)  όμως  είναι  πάντα εκεί,  θυμίζοντας   σε  όλους  πως  το  ελληνικό  πνεύμα  είναι  αθάνατο! Όταν   οι  έλληνες  του  Πόντου  άρχισαν  να  μεταναστεύουν  στο  Καύκασο,  (  συμπεριλαμβάνει   Τουρκία,  Ιράν, Αζερμπαιτζάν,   Αρμενία  και  Γεωργία)   η  πρώτη  τους  επιλογή  δεν  ήταν  η  Ουκρανία,  ούτε     το   Β-Δ    τμήμα   της  περιοχής.  Και  αυτό  επειδή  θα έπρεπε  όχι μόνο να  αλλάξουνε  τόπο παραμονής  και  τρόπο  ζωής  και  εργασίας ,άλλα  θα  απομακρύνονταν  και από τα  πάτρια  εδάφη. Έτσι   προτιμούσαν  την  εγκατάσταση  τους  στην   ΝΑ  περιοχή  του  Καυκάσου. Εδώ  μπορούσαν  να   καλλιεργούν γεωργικά  είδη  που  δεν  διέφεραν  από του  τόπου  τους  και με  τις  τέχνες  που  γνώριζαν καλά. Οπότε  η  μετακίνηση  του  μεγαλύτερου  μέρους  του πληθυσμού   των  ποντίων,  από  τις  αρχές  του  19 -του  αιώνα  μέχρι  και  την  Οκτωβριανή  Επανάσταση,  κατευθύνονταν   προς  τα εκεί.  Εγώ  στο  άρθρο  για  το  Σουχούμ  αναφέρθηκα  για  τα  πρώτα  χωριά   στην  ευρύτερη  περιοχή  του  Καυκάσου  και  όχι  στο  Σουχούμ. Η   πρώτη   μετακίνηση   των  ποντίων  έγινε  όταν  ο  γεωργιανός   βασιλιάς   Ηράκλειος,   στα  τέλη  του 18 ου  αι. (1763) κάλεσε  2.000   τεχνίτες  να  εργαστούν  στη  χώρα  του  και  η αλήθεια  είναι  πως  ο  αριθμός  των  ατόμων  ήταν  ασήμαντος.  Η  μαζική  , θα  μπορούσε  να  πει  κανείς,  μετανάστευση  των  ποντίων,  έγινε  όταν   το  1810  η  Γεωργία  ενώθηκε  με  την  Ρωσία .Το  ρεύμα  αυτό  αυξήθηκε  ύστερα  από  την  επανάσταση  του  1821  και  η  θηριωδία  των   αφηνιασμένων  τούρκων  έφτασε   στο  απροχώρητο. Ακολούθησε  η  φυγή  των ελλήνων  με  το  ρωσικό  στρατό  μετά  το  τέλος  του  Ρώσο-Τουρκικού  πολέμου  το  1828.  Μαζί  τους μετακινήθηκε  και ένα μεγάλο  μέρος  του  αρμένικου  πληθυσμού,  με  τη  διαφορά  ότι  τους  αρμένιους  οι  τούρκοι  τους  εκδιώξανε,  ενώ  οι  έλληνες  φύγανε  οικειοθελώς. Τους  χριστιανούς  μετανάστες  οι  ρώσοι  δέχτηκαν  με  ανοιχτές  αγκάλες  και  για  να  προσελκύσουνε   ακόμα  περισσότερους,  δώσανε  στο  καθένα  μετανάστη (ασχέτως  ηλικίας  και φυλής)  5 ασημένια  ρούβλια  Μαζί  με τον απλό  λαό στην  Ρωσία  πέρασαν  σχεδόν  όλοι  οι  έμπειροι  ναυτικοί  και  πολλοί  έμποροι.  Οι  Αγγλία  και  Γαλλία  θορυβήθηκαν, οι  ναυτιλιακές  τους  επιχειρήσεις  βρέθηκαν  υπό  απειλή  διάλυσης. Η  δε  Τουρκία  δημιούργησε  διπλωματικό  επεισόδιο με  το  ρώσο  πρόξενο  στην  Κωνσταντινούπολη. Το  παράδοξο  είναι , πως  οι  ρώσοι  διπλωμάτες  όχι  μόνο  δεν  κατάφεραν  να  εξομαλύνουν  την  κατάσταση, άλλα  και  να  επιβάλουν  τους  τούρκους  να  υπογράψουν  συμφωνία  ελεύθερης  μετακίνησης  των  χριστιανών  στη  Ρωσία.  Αυτό  ήταν  διπλή  νίκη  των  ρώσων. Το 1863   ο ρωσικός  στρατός  κατάφερε  να  κατατροπώσει  κάποιες  ορεινές  φυλές,  (αμπχάζιους   στη  πλειοψηφία )που   ήταν  μουσουλμάνοι. Οπότε  η πρώτη  σκέψη  των  εκδιωχθέντων    ήταν  να  προσφύγουν  στους  ομόθρησκους  τούρκους. Όταν  όμως  τα  πρώτα  πλοία  με  τους  πρόσφυγες    έφτασαν  στην  Τραπεζούντα,    οι αρχές της  πόλης  φάνηκαν  ανίκανοι  να  αντιμετωπίσουν    την  χαώδη   κατάσταση  που  δημιουργήθηκε,  γιατί  στην  γεμάτη  μετανάστες  πόλη , ξέσπασαν  επιδημίες.   Έτσι το  βάρος  της  περίθαλψης  και  της  συντήρησης   των αρρώστων  προσφύγων  το έριξαν  στις  πλάτες  των ελλήνων  πολιτών. Οι  ρώσοι  από  την  άλλη   δεν  ήξεραν  με  ποιο  τρόπο  να  γεμίσουν  το  άδειο  από  ανθρώπους  ορεινό  τόπο  του Καυκάσου. Η άδεια  μετανάστευσης  που  πέτυχαν  για  λογαριασμό  των  ελλήνων,  τώρα  τους  ήρθε  κουτί,  γιατί  συγχρόνώς  έδωσε  την  δυνατότητα   στους  έλληνες  να  εγκαταλείψουν   την  πόλη  που  έβριθε  από ασθένειες  και  να  πάνε  σε  καινούριο  τόπο, που  τόσο  έμοιαζε  με  το  δικό  τους.   Αυτό  ήταν  το  δεύτερο  πολυπληθέστερο  κύμα  μετανάστευσης,  το  μεγαλύτερο μέρος του  οποίου  εγκαταστάθηκε  στη  σημερινή  Αμπχαζία. Το  τρίτο  κύμα  μετανάστευσης  χρονολογείτε   τα  έτη  1922-1923. Πολλοί  έλληνες  από  την  Τραπεζούντα  προσπάθησαν  να  φτάσουν  στην  Ελλάδα μέσο  του  Βατούμ  Όμως  ο εμφύλιος  πόλεμος  της  Ρωσίας  τους  εμπόδισε  και  αναγκάστηκαν  να  διασκορπιστούν  σε  διάφορα  μέρη. Αρκετοί  όμως  από  αυτούς   είχαν  αφήσει  τα  κοκαλάκια  τους   σ’ αυτή  τη  πόλη  Οι  επιζήσαντες  μιλούσαν  για  ομαδικό  τάφο  μερικών  εκατοντάδων  νεκρών. Το  1923  και  το  Σουχούμ  ήταν  γεμάτο  πρόσφυγες.  Ζήτησαν  να τους  δοθεί  άδεια  να  φύγουν  στην  Ελλάδα.  Οι  ρωσικές  αρχές την  έδωσαν,  όμως  η  Ελλάδα   που ήδη  ήταν  γεμάτη  από  πρόσφυγες  της  Μικράς      Ασίας  και  του  Πόντου, αρνήθηκε  να  τους  δεχτεί.  Μόνο  το  1925 ,  3.000  πόντιοι  μπόρεσα  να  φύγουν  στην  Ελλάδα  με  το  πλοίο  < Χαράλαμπος>  Από  το 1923  μέχρι  το 1939  κατάφεραν  να  φύγουν  άλλες  9.000  έλληνες. 
Τα  έτη  1937-1938  ανοίγει  καινούρια  αιματηρή  σελίδα  στην  ιστορία  του  ελληνισμού  της  Σοβιετικής  Ένωσης ,  η  οποία  είναι  δεμένη  με  την περίοδο  των  σταλινικών  διώξεων. Με  την  ενοχοποίηση  των  ελλήνων  στη  προδοσία  και  αντικυβερνητική  δράση,  αρχίζει  κύμα  συλλήψεων,  φυλακίσεων   και εκτελέσεων   του  ελληνικού  πληθυσμού,  τα    δύο  τρίτα  του  οποίου  είχε  σοβιετική  υπηκοότητα. Υπήρξαν   4  κύματα  καταδιώξεων  των  ελλήνων,  με  ακόλουθες  ημερομηνίες:  30  Οκτωβρίου 1937,   8  Φεβρουαρίου  1938,  29  Ιουλίου  1938  και 26  Φεβρουαρίου  1939. Χιλιάδες  έλληνες  κατηγορήθηκαν  σαν <εχθροί  του  λαού>  και  εξορίστηκαν  σε  στρατόπεδα  στη  Σιβηρία.  Ο  εκτοπισμός  των  ελλήνων  στην  Κεντρική  Ασία  συνεχίστηκε  όλη  την  επόμενη  δεκαετία.  Οι  πρώτοι  εξορισμένοι  έλληνες  ήταν  από   τις  περιοχές  του  Κουμπάν  και  του  Κέρτς. Μεταφέρθηκαν  στη  πόλη  Αλμά-ατα  του  Καζαχστάν.  Τον  Ιούνιο  του  1944  οι  έλληνες  της  Κριμαίας  εξορίζονται  στο  Ουζμπεκιστάν  και  Σιβηρία. 13  Ιουνίου 1949  εξορίζονται  Έλληνες  της    Αμπχαζίας( ελληνικής  υπηκοότητας)  στη  Κεντρική   Ασία .15   μέρες  μετά  στο ίδιο  σημείο  στάλθηκαν  έλληνες  με  σοβιετική  υπηκοότητα,  τους  οποίους  υποχρέωσαν   να  δηλώσουν  γραπτώς  πως  φεύγουν  οικειοθελώς. Και  εφόσον  υπόγραψαν,  πλήρωσαν  αναγκαστικά  και  τα  εισιτήριά   τους.  Στο  ταμείο  των  μεταφορικών  μέσων  μπήκαν    120.000  ρούβλια.    Ο  ελληνικής  καταγωγής  ιστορικός  Ν.  Ιωαννίδης  πιστεύει  πως  τρία  είναι  τα  αίτια    του  εκτοπισμού  των  ελλήνων  το  1949:

1.  Όλοι  οι  έλληνες  θεωρούνταν  ύποπτοι  μετά  την  ήττα  του  Δημοκρατικού  Στρατού   στην   Ελλάδα.
    

2. Το  κυβερνών  κόμμα  στη  Γεωργία  είχε  εθνικιστικές  απόψεις  για  το  ποιος  πρέπει  να  ζει  στη  χώρα  τους  και  συνεπώς    οι  έλληνες(  και  όχι  μόνο)  είναι  ξένα  προς  αυτούς  στοιχεία  και  έπρεπε  να  εκλείψουν. 

3.  Γιατί   για  την  ανάπτυξη   της  Κεντρικής  Ασίας  χρειάζονταν  εργατικά  χέρια.

Είδατε  πόσο  απλά  λύνονται  από  του  ισχυρούς    τα    πιο  δύσκολα προβλήματα;



                                                                               ΖΩΗ   ΜΕΤΑΞΑ





Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

«Χαμσί κοϊντούμ ταβαγιά», μια σπάνια ηχογράφηση του Στέλιου Καζαντζίδη

Μια σπάνια ηχογράφηση του αείμνηστου Στέλιου Καζαντζίδη στο παραδοσιακό τραγούδι των Σουρμένων «Χαμσί κοϊντούμ ταβαγιά» («Έβαλα τα χαψία στο τηγάνι»). Ο συγκεκριμένος δίσκος γυρίστηκε στην Τουρκία και έκανε ρεκόρ πωλήσεων. Για αρκετά χρόνια, τη δεκαετία του '60, τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη κυριάρχησαν στην Τουρκία. Ο Στέλιος είχε αναγορευτεί περίπου σε εθνικό τραγουδιστή της γείτονος



πηγη: http://www.pontos-news.gr/