Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

ΣΟΥΧΟΥΜΙ, ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΩΝ ΓΟΝΙΏΝ ΜΑΣ


                 ΣΟΥΧΟΥΜΙ,    ΠΑΤΡΙΔΑ  ΤΩΝ  ΓΟΝΙΏΝ  ΜΑΣ


           Της  Ζωής   Μεταξά-  Καραγιαννίδου    2014    Οκτώβριος    


Το  6  αι.  π.Χ.   στη  θέση  του  σημερινού  Σοχούμι, οι  έλληνες  έμποροι  ίδρυσαν   την  πόλη-λιμάνι   με  την   ονομασία  Διοσκουριάδα. Το  1 αι.  μ.Χ.
κατακτήθηκε   από  του  Ρωμαίους  και  μετονομάστηκε  σε  Σεμπαστόπολις. Από  τις  αρχές  του  6 μ.Χ.  αι.  ανήκε  στο  Βυζάντιο. Στα  επίσημα  παλαιότερα  έγγραφα  της  Γεωργίας  αναφερόταν  με  το  όνομα  Τσχουμ   (  η  πρώτη  αναφορά  έγινε  το  έτος  736).   Από  το  12 αι.  βρέθηκε  υπό  κατοχή  της  Δημοκρατίας  της   Γένοβα.  Το 16  αι.  κατακτήθηκε  από  τους  τούρκους ,  οι  οποίοι  μετέτρεψαν  τη  πόλη  σε  οχυρό  και  την ονόμασαν  Σουχούμ-  Καλέ. Από  το 1810  ανήκει  στη  Ρωσία.  Από  τα  Μάρτη  του 1921  είναι πρωτεύουσα   της  Αμπχαζία. Ένα  από  τα  πιο αξιόλογα  σημεία  της  πόλης  ήταν  ο  βοτανικός  κήπος  Και  λέω  < ήταν>,  γιατί  μετά  το πρόσφατο  πόλεμο,  το  μεγαλύτερο μέρος    του  καταστράφηκε. Ιδρύθηκε  το  1840.  Οι  διαστάσεις  του τότε  ήταν  25  στρέμματα. Επί  του  Σοβιετικού  καθεστώς επεκτάθηκε  και  εμπλουτίστηκε  με  καινούρια  είδη  φυτών,  ο  αριθμός  των οποίων  έφτασε  στα  4.500. Θεωρούνταν   μοναδικό  στο  είδος του  στην  περιοχή του  Καυκάσου. Αναφέρθηκα  σ’ αυτό  γιατί  κάποιοι  λανθασμένα,  τον  τοποθετούν  στη  πόλη  Βατούμ.  Οι  πληροφορίες  πάρθηκαν  από  την  Μεγάλη  Σοβιετίκη  Εγκυκλοπαίδεια. 


Δύσκολο  να  πει  κανείς  αν  υπήρχε συνεχή  παρουσία  των  ελλήνων  σ’ αυτό   το  τόπο.  Διαβάζοντας  όμως  κάποιες  ιστορικές  αναφορές,  μπορώ  να  πω  με  βεβαιότητα  πως  από  τις  αρχές  του  19  αι.  υπήρχαν αρκετά  ελληνικά  χωριά  στην  ευρύτερη  περιοχή  του  Καυκάσου και  η  παρουσία  των  ελλήνων  στο  χώρο  ήταν  δυναμική.  Μέχρι  την  εξορία  του  1949  ο γεωγραφικός   χάρτης  της  περιοχής  σίγουρα    είχε  αλλάξει.  Αποφάσισα  όμως   να  ψάξω  και  να  βρω  όλα  τα  χωριά που  υπήρχαν  εκεί  πριν   την  εξορία.  Μου  πήρε  3  χρόνια  να  συγκεντρώσω  όλα  τα  στοιχεία. Ο  μόνος  τρόπος  να  γίνει αυτό ,ήταν  να  ρωτάω  ανθρώπους  που  έζησαν  εκεί. Τους  έβρισκα   στο  δρόμο,  σε  μαγαζιά,  σε  λαικές   αγορές,  στις  αυλές  των  σπιτιών  τους  και  ρώταγα. Ρώτησα  δεκάδες  άτομα   και  κάθε  φορά  με  ξάφνιαζε  η  προθυμία  τους  να  μου  μιλήσουν  για τον  τόπο  που  γεννήθηκαν  και  μεγάλωσαν. Μέσα  στα  τρία  χρόνια  άκουσα  αμέτρητες  ιστορίες  και  τις  άκουσα  με  μεγάλη προσοχή. Όμως  εμένα  βασικά  με  ενδιέφεραν   τα  έξεις  στοιχεία:  πως  λεγόταν  το  χωριό  τους,  αν  είχε   εκκλησία  και  αν  είχε  ελληνικό  σχολείο.  Έτσι  βρήκα  πάνω  από  50  ονομασίες,  από  τις  οποίες  άλλες  ήταν  ελληνικές,  άλλες  γεωργιανές,  ρωσικές,  ακόμα  και  τούρκικες. Υπήρξε  βέβαια  και  κάποιο  μπέρδεμα.  Για  κάποιο  ανεξήγητο  λόγο  οι  ρωμαίοι,(  έτσι  ονόμαζαν  οι  πόντιοι  τον  εαυτό  τους)  κάποιες   ρωσικές  ονομασίες  τις  μετάφραζαν  στη  γλώσσα  τους.  Το χωριό  Σβαμπόντα ( Ελευθερία)   το  είπαν     Λευτεροχώρ’  κ. α. Οπότε  εγώ  θα  σταθώ  στις  ονομασίες,  όπως  τις  έλεγαν  οι  δικοί  μας. Με  συγκίνησε    ιδιαίτερα  η  ιστορία  για  τα  τρία  χωριά  του  Πόντου: το  Τσιν,  το  Τσαλ  και  το  Παλ.  Και  τα  τρία  βρίσκονταν   στη  περιοχή  της  Σάντας.  Το  ένα  δίπλα  στο  άλλο  στη  πλαγιά  ενός  λόφου.  Όταν    κάποιοι  κάτοικοι  έφυγαν  από κι  και  εγκαταστάθηκαν  στο  Καύκασο,  βρήκαν  μια  τοποθεσία   στη  πλαγιά  ενός  λόφου  και  έχτισαν   εκεί  τρία  χωριά  που  τα ονόμασαν επίσης   Τσιν,  Τσαλ,  Παλ.  Η  ιστορία  όμως  δεν  τελειώνει  εδώ.  Πριν  λίγο καιρό  έμαθα  πως  και  εδώ  στην  Ελλάδα,  συγκεκριμένα  στην  Πρέβεζα,  υπάρχουν  τρία  χωριά με  την  ίδια   ονομασία.  Δυστυχώς  δεν  έχω  το  τρόπο  να  διαπιστώσω  αν  αυτό  είναι  αλήθεια.   Στο  χωριό  Άπουστα  είχαν  εγκατασταθεί  πρόσφυγες από   την  περιοχή  Γουρούχ  του  Πόντου. Βρισκόταν  ανατολικά  της Κερασούντας και  απαρτιζόταν  από  τρία  ελληνικά  χωριά.  Στο  Καύκασο, στο  χωριό  Άζαντα  υπήρχε  ένας  μαχαλάς  με  την  ονομασία  Γουρουχλίδων.  Οι  γουρουχλίδες    έζησαν  και  στο χωριό  Άπουστα. Είχαν  μια  κλειστή  κοινωνία  και  παντρεύονταν  μόνο   μεταξύ   τους. Μόνο  όταν  πια είχαν  γίνει  όλοι συγγενείς,  στράφηκαν  αλλού. Κάποιο  άλλο  χωριό  το  ονόμαζαν  Μπες   Καρντάς( πέντε  αδέλφια),  από  τα  πέντε  δέντρα  που  φύτρωναν  κοντά  στο  πηγάδι  του  χωριού. Όταν  πάλι , άκουσα  πως  ένα  χωριό  το ονόμασαν  Γουρζούλ,  σάστισα.  Γιατί  με  τη  λέξη  < γουρζούλ>  προσδιόριζαν   το  απόλυτο  κακό,  ενίοτε   και  τη πανούκλα. Κάποιοι,  πραγματικά  κακοί  άνθρωποι  που  ζούσαν  εκεί, καταδίκασαν  το  χωριό  να  μείνει  στην  μνήμη   όλων  μ’ αυτό  το απαίσιο  όνομα.  Ωστόσο,  σ΄ αυτό  το  Γουρζούλ,  υπήρχαν  και  εκκλησία  και  ελληνικό σχολείο.  Πάντως,  οφείλω  να  πω,  πως  όλοι  θυμόντουσαν  την  εκκλησίες   που είχαν. Δεν συνέβαινε  το  ίδιο  και  με  τα  σχολεία.  Και  αυτό  έγινε  για  το  εξής  λόγο.  Όταν  το  1937  έκλεισαν  τα  ελληνικά  σχολεία,.  δεν  σημαίνει  πως  τα  έκλεισαν  στην  κυριολεξία. Συνέχισαν  να  λειτουργούν  με   την γεωργιανή γλώσσα  διδασκαλίας. Για να  μπορέσω  να  δώσω  μια  εικόνα  για  το  πως  ζούσαν  και  λειτουργούσαν οι  έλληνες,  θα  αναφερθώ  στο  χωριό  Πουρτς. Σ΄ αυτό  το  χωριό  ζούσαν  οι  γονείς  μου  και  ο τρόπος  ζωής  τους  δεν διέφερε  σε  τίποτα από  τη  ζωή  των  άλλων  ελλήνων.  Λένε  πως  στο  συγκεκριμένο  χωριό  πρώτος  εγκαταστάθηκε  ο προπάππους  μου  ο  Ιωάννης  Μεταξάς. Αυτό  πρέπει  να έγινε  στα  τέλη  19 – του  αιώνα. Στη  περιοχή  τότε  ζούσαν  αμπχάζιοι,  μεγκρέλιοι , αρμένιοι και  πιο  ψηλά,  στα  βουνά , οι  λαζοί.  Ο  προπάππους  μου  κατάγονταν   μέσα από  την  Τραπεζούντα. Σε  λίγο  καιρό  κοντά  του  βρέθηκαν  και  άλλοι  πρόσφυγες  από  το  Πόντο.  Το  πρώτο  που  έκαναν,  ήταν να  χτίσουν  μια  εκκλησία , τη <   Κοίμηση της  Θεοτόκου>.  Αμέσως  μετά,  στο  προαύλιο  της εκκλησίας  έχτισαν  και  σχολείο.  Έφεραν  παπά  και  δάσκαλο  από  το  Πόντο. Στην  εκκλησία  αυτή  βαπτίσθηκαν  και  παντρεύτηκαν  όλοι  οι  συγγενείς  μου  και  στο   σχολείο έμαθαν    τα γράμματα. Αρχικά  οι  τάξεις ήταν  τέσσερις. Ύστερα  έγιναν  εφτά,  γιατί  το  χωριό  ήταν  κάπου  τρία  χιλιόμετρα  μακριά  από  το  Σουχούμι  και    οι  περισσότεροι  γονείς   ήθελαν  τα  παιδιά  τους  να  συνεχίσουν  το  σχολείο. Υπήρχαν και άλλα  μεγάλα  χωριά  που  είχαν  επτατάξια  σχολεία.  Ένα  απ’ αυτά   ήταν  η Τράντα, και  ίσως    να  ήταν  το  μεγαλύτερο  απ’  όλα  στη γύρο περιοχή(  μετά την  Κούμα)  γιατί  είχε  τρεις  εκκλησίες.  Στις  μικρές τάξεις  των  σχολείων  πήγαιναν  αρκετά  κορίτσια όμως  τις  εφτά τάξεις  τελείωναν   ελάχιστες. Η  μητέρα μου,  στην  έκτη  τάξη  ήταν  το  μοναδικό  κορίτσι  ανάμεσα  σε  15  αγόρια. Αυτό  ήταν και η  αιτία  που  την  σταμάτησαν  οι  γονείς  τις  από  το  σχολείο. Και  να  ήταν  η μόνη.  Από τα  αγόρια  πάλι,  όποιοι  έβγαζαν  όλο  το  σχολείο,  μπορούσαν  να γίνουν  δάσκαλοι  και  να  διδάξουν  σε  μικρότερες  τάξεις.  Όσο  για  τα  κορίτσια,  κι’  αυτές  οι μανάδες  τους,  δεν  τις  άφηναν  έτσι . Τις έστελναν  να  μάθουν  μοδιστρική. Αργότερα, όταν  οι  κοπέλες  έφταναν  σε   ηλικία  γάμου, το  < πτυχίο>  μοδιστρικής ήταν  ένα  αξιοπρόσεκτο   προσόν  για τις υποψήφιες  πεθερές  τους. Απ’ όλους τους  λαούς  που  ζούσαν  στην  περιοχή  οι  πιο  προκομμένοι  ήταν οι έλληνες. Όχι    αποκλειστικά   και  μόνο ,με  την έννοια  ότι  δούλευαν  περισσότερο από  τους  ντόπιους,  αλλά  γιατί  παραγάγανε  πολύ  περισσότερα γεωργικά  και  γαλακτοκομικά  είδη. Με λίγα  λόγια οι  ντόπιοι,  με  ότι  παρήγαγαν  εξασφάλιζαν  τις  οικογένειες  τους  και  μόνο  ένα μικρό  ποσοστό  από  την  παραγωγή  τους  διέθεταν  στο  εμπόριο.  Περισσότερο  ασχολούνταν  με  την  κτηνοτροφία   και  λιγότερο  με την γεωργία.  Και  τα  είδη  αυτά  ήταν  φασόλια,  καλαμπόκι  και  αμπέλια. Οι  έλληνες  ήταν  αυτοί  που  έφεραν  στην  περιοχή  το  καπνό,  την  καλύτερη  ποικιλία  του.   Και  την  ήμερη  λεπτοκαρύα  οι  ίδιοι  την έφεραν .Η αγορά   στο  Σουχούμι ,  με  σχεδόν  ενενήντα  τα  εκατόν  των  ελληνικών  προιόντων,  τροφοδοτούσε  όλοι  την πόλη. Στο  πόλεμο  με  τους  γερμανούς,  όταν  ο  ντόπιος  αντρικός  πληθυσμός   είχε  φύγει  για το  μέτωπο,  πάλι  οι  έλληνες  δεν  άφησαν  να  πεινάσουν  οι  κάτοικοι  του  Σουχούμι.  Γι’ αυτό   τότε,  όταν  το  1949  στην  πόλη  έφτασε     σχεδόν  ολόκληρος  στρατός  να  μαζέψει  τους  έλληνες,  να  τους  στείλει  στην  εξορία,  οι  κάτοικοι  εξαγριώθηκαν  με  τους  στρατιώτες  και  άρχισαν  να τους  βρίζουν.  Οι  γυναίκες  τους  έκλαιγαν   και  φώναζαν :  <  Που  τους  πάτε  σκύλοι; Τι  σας  έκαναν  οι  άνθρωποι; Εμείς  τι  θα  γίνουμε  χωρίς  αυτούς;  Θα πεθάνουμε  από  τη  πείνα!>  Θυμάμαι  άλλη μια  ιστορία από  τον καιρό του πολέμου:  στο  λιμάνι  είχαν    φτάσει  δύο καράβια  φορτωμένα  με  γυναικόπαιδα.  Έμειναν  εκεί  ένα  μήνα. Οι    ελληνίδες -γυναίκες  από  τα γύρο  χωριά μάζευαν  τρόφιμα και  τους  έστελναν.  Δυστυχώς   τα  καράβια, σ’ ένα  από  τους  βομβαρδισμούς  χτυπήθηκαν, και  οι  περισσότεροι  άνθρωποι  σκοτώθηκαν.  Οι  δικοί  μας  ύστερα  από  το  πρώτο  βομβαρδισμό  έφυγαν  από  την  πόλη  και πήγαν  στους  συγγενείς  τους  στα  κοντινά   χωριά.  Ο  πατέρας  μου  μόνο  φιλοξένησε  για μερικές εβδομάδες  κάπου  είκοσι  άτομα.  Είχαν  γίνει  τουλάχιστον   τέσσερις   επιδρομές  των  γερμανών στη  πόλη.  Κατά  την  διάρκειά  τους  καταστράφηκε  η  σκάλα  που  κατέβαινε   στο  λιμάνι,  μέρος  του  Βοτανικού  κήπου,  μεγάλη  βιοτεχνία  παραγωγής  καλτσών  και οι  καπναποθήκες. Πολλοί   έλληνες  πολέμησαν  στο  σοβιετικό  στρατό  ενάντια  των  γερμανών  και  παρασημοφορήθηκαν.  Οφείλω  να  πω όμως,   πως    κάποιοι  από  τους  έλληνες  περίμεναν  τους  γερμανούς.  Πίστευαν  πως έτσι  θα  έπαιρναν πίσω  την  περιουσία  που  τους  κατάσχεσε  το σοβιετικό  κράτος. Τελειώνοντας μ’ αυτό  το  κομμάτι,  ας  γυρίσω  πάλι στο κομμάτι των  σχολείων  γιατί  και  αυτό έχει μεγάλο  ενδιαφέρον. Απ’ ότι  μου  διηγήθηκαν  οι  πρεσβύτεροι   από  τους   ερωτηθέντες ,  εκείνη  την εποχή  τα  παιδιά  ξεκινούσαν  τα  σχολεία  από  την  ηλικία  των  εννέα  χρόνων. Τα  ελληνικά  γράμματα  ήταν  είκοσι  και  η  γραμματική  εύκολη.  Η  αλήθεια  είναι,  πως  από  τα  γραπτά  εκείνης  της εποχής   που  διάβασα,  δύσκολα  μπορούσα να   συμπεράνω  ποιοι  ήταν  οι  ακριβείς   κανόνες  της  γραμματικής. Βέβαια   ξέρω,  πως  τα  βιβλία  όλων  των  μαθημάτων  ήταν  στην  ελληνική  γλώσσα, άλλα  ποια  ακριβώς  γράμματα  χρησιμοποιούσαν   είναι  άγνωστο. Οι  δάσκαλοι,  πέρα  από  την υποχρεωτική    ύλη  που  έπρεπε  να  διδάσκούν, αφιέρωναν  πολύ  χρόνο  στο  να  μαθαίνουν  στα  παιδιά  την   ελληνική  ιστορία.  Διοργάνωναν  θεατρικές  παραστάσεις και  άλλες  γιορτές.  Η μητέρα  μου,  σχεδόν  μέχρι το  τέλος  της  ζωής  της απάγγελνε   ένα  ποίημα   για  τον  Υψηλάντη. Εγώ όμως  τότε,  δεν  είχα  μυαλό  να  κάτσω  να καταγράψω  όλα,  όσα  εκείνη  προσπαθούσε να  μου  διηγηθεί. Θυμάμαι  πάντως,  με πόση  θέρμη  μιλούσε  πάντα για  τους  δασκάλους  της:  τον  Διομήδη  (  Μήδη)  Φραγκόπουλο , τον  Δημήτρη  (Δήμο)  Χλωρίδη   και  τον  Πέτρο  Πετρίδη. Τη  χρονιά  που   στα σχολεία  άρχισαν  να  διδάσκουν  στην  γεωργιανή  γλώσσα,  τα  παιδιά  των  ελλήνων  σταδιακά  σταμάτησαν  να  παρακολουθούν  τα  μαθήματα.  Άντε  και  να έβγαζαν  μια-δύο  τάξεις  του  δημοτικού.  Οι  εκκλησίες  σχεδόν σε  όλα  τα  χωριά   είχαν  παραμείνει Μέσα  στην  πόλη  οι  αρχές  επέτρεψαν  να  λειτουργήσει ( αν  κατάλαβα  καλά)  μόνο  δύο  ορθόδοξες  εκκλησίες,   Τις  μεγάλες  χριστιανικές   γιορτές,  το  μεγαλύτερο  μέρος  του  ορθόδοξου  πληθυσμού  το  γιόρταζε    δίπλα  στις    εκκλησίες   με  χορούς  και  τραγούδια.  Τις  φωνές  του  λαού    και  τον  ήχο  του  κεμεντζέ  ( της  λύρας)  μπόρεσε  να  σταματήσει   μόνο  ο  βίαιος  ξεριζωμός    των  ΕΛΛΉΝΩΝ   από  την  περιοχή  του  Καυκάσου  το  1949.  Δέκα  χρόνια πριν,  το 1939, στο  λιμάνι  ήρθαν  δύο  καράβια  ( απ’ ότι  κατάλαβα, όχι  συγχρόνως) και  μετέφεραν    ένα  ανεξακρίβωτο  αριθμό  οικογενειών  στην Ελλάδα. Από  το  λιμάνι  του  Πειραιά   τους  μετέφεραν  σε  κάποιο  ξενοδοχείο  στην  οδό  Αθηνάς.  Τους  φιλοξένησαν    εκεί  για  λίγο  καιρό  και  ύστερα  τους  είπαν  να  φύγουν,  να πάνε  να  βρουν  τους  συγγενείς  τους  στην επαρχία, (  και  μόνο  στην  επαρχία)  να  τους  φροντίσουν  εκείνοι. Τότε  ήταν  που  ήρθε  στην  Ελλάδα  και  ο  δάσκαλος  της  μητέρας μου, ο  Διομήδης   Φραγκόπουλος.  Όταν  το  1974  ήρθαμε  και  εμείς  στην <πατρίδα>,  ο  Διομήδης  βρήκε  και επισκέφθηκε  τη  μητέρα  μου.  Ήταν  πολύ  συγκινητική  η  συνάντηση  δασκάλου  με  τη  μαθήτρια…. Άσχετο,  γυρίζουμε  πίσω!   Είναι  ώρα  να   ασχοληθώ  λίγο  με  τα   ήθη  και  τα  έθιμα  των  Ρωμαίων.  Βασικά  απ’  αυτά  δεν  έχει  αλλάξει  κάτι  ούτε  στο  ελάχιστο. Εννοώ  σε  σχέση  με  το Πόντο. Ο  γάμος  και η βάπτιση   γινόντουσαν με  τον  ίδιο  τρόπο, όπως  και  εκεί. Θα  πω  μόνο  λίγα  πράγματα,  τα  πριν  του  γάμου.  Κάποιοι   γάμοι  ήταν  αποτέλεσμα ενός     συνοικεσίου.   Κάποιοι άλλοι  από έρωτα . Στην πρώτη περίπτωση  τη  νύφη  την  διάλεγε    η  μητέρα  του  γαμπρού.  Οι  γυναίκες,  που  είχαν  γιους   της  παντρειάς,  όταν  πήγαιναν  σε  γάμους,   βαπτίσεις  η  πανηγύρια   και   κοίταζε  τα  κορίτσια.   Αν  της  άρεσε  κάποια  κοπέλα,  έστελνε  προξενιά  στο  σπίτι  των  γονιών  και  την  ζήταγαν  σε  γάμο(  ψαλάφεμα).  Όταν  στη  μέση  υπήρχε  ο έρωτας,  γινόταν  πάλι  το  ίδιο,  δηλαδή  την ζητάγανε  τη  νύφη.  Στη  τρίτη περίπτωση,  στο  κλέψιμο, λόγο  είχε  μόνο το  ζευγάρι.  Βέβαια  υπήρχε  πάντα κάποιο  τρίτο άτομο  που τους  βοηθούσε.  Η  αλήθεια  είναι  πως  αυτός  ο  τρίτος  συχνά  ήταν  η  μάνα  του  νεαρού.   Συνήθως  το  κλέψημο  γινόταν όταν  προηγουμένως   είχαν  ζητήσει  το κορίτσι  και οι  γονείς  της  είχαν  απορρίψει  την  πρόταση. Στη  διαδικασία  του  γάμου  δεν  θα  σταθώ   πολύ,  γιατί  υπάρχει  πληθώρα  πληροφοριών   στα βιβλία  και    διάφορες  ιστοσελίδες.   Το  ίδιο  και  για  τις  βαπτίσεις. Θα  πω   λίγα  λόγια  για  τα πανηγύρια. Αυτά  πρέπει  να  ήταν  τα  πιο  σημαντικά  γεγονότα  στη  ζωή  των  ελλήνων.  Με  όσους  και  αν   συζήτησα,  το  πρώτο  πράγμα για  το  οποίο  μου  μίλησαν  ήταν  τα  πανηγύρια. Όποια  εκκλησία  και  αν γιόρταζε,  όσο  μικρό  και  αν  ήταν  το  χωριό,  ο  κόσμος  σύρρεε   εκεί  απ’  όλες  τις  γωνιές  του  τόπου.  Περπατούσαν  χιλιόμετρα  ολόκληρα  για  να  συναντήσουν  τους  συντοπίτες  τους ,   να  εκκλησιαστούνε   πρώτα  μαζί και  ύστερα  να  ριχτούνε   στο  τραγούδι  και  το  χορό. Τη  διαδρομή  την  έκαναν φορώντας  τα   πρόχειρα  τα  ρούχα  τους,  κρατώντας  στο  χέρι  τα  <<καλά τα  λώματα>> Αν  ήταν  καλοκαίρι,  περπατούσαν  ξυπόλητοι για  να  μην  χαλάσουν  τα  παπούτσια  τους. Όταν  έφταναν  στο  προορισμό  τους ,  πήγαιναν  σε σπίτια  συγγενών  η  γνωστών  για  να  αλλάξουν. Στα  ίδια  σπίτια  ύστερα  τους  φιλοξενούσαν   μέχρι  να  τέλειωνε  το  πανηγύρι. Στην  εξορία  τα  πανηγύρια  κοπήκανε. Στον  αφιλόξενο  τόπο  όπου   έριξαν  τους  ορθόδοξους  έλληνες  δεν  υπήρχαν  ούτε  ναοί.  Ούτε  ιερείς.  Οι  λίγοι  που  υπήρχαν,  θα  μπορούσε  να  τους  πει κανείς  ,,πλανόδιους    κήρυκες>> Τότε  ήταν  που  πρωτογεννήθηκε  η  θρυλική  μορφή  του  παπά-  Τρασαγγέλ.  Το  πραγματικό  του  όνομα  ήταν  Χαράλαμπος  Αθανασιάδης (1898-1976) Το  παρατσούκλι  του  είχε  μείνει  από  τον  πατέρα του,  που  ζούσε  στο  Πόντο  στην  περιοχή  Ορντού. Είχε  άλλου   δύο  αδελφούς. Ήταν  και  οι  τρις  τους  τόσο  όμορφοι που  όλοι  τους  παρομοίαζαν  με  αγγέλους. Έτσι  έγιναν οι  τρις  άγγελοι,  δηλαδή:  Τρασαγγέλ.   Στην  εξορία,  το  καιρό  του  περιορισμού,  ο ιερέας  αυτός  ήταν  ο  μόνος  εκπρόσωπος   της  εκκλησίας.  Με  κίνδυνο  να  φυλακιστεί,  πήγαινε  κρυφά  από  χωριό  σε  χωριό  όπου  τον  καλούσαν. Με  τον καιρό  είχε  γίνει  τόσο  δημοφιλείς  και  στους  ντόπιους,  που  πλέον  κυκλοφορούσε  ανενόχλητος.  Σε  όποιο  σπίτι    και  αν  πήγαινε θα  έβρισκε  έστω  και  μια  εικόνα.  Ήταν  αυτές,  που  οι  παππούδες  μας  έφεραν  στον  Καύκασο  από  τον  Πόντο και    που τις  κουβάλησαν  οι  γονείς  μας  στην  δική  τους  προσφυγιά. Και  ας  τους  μάθαιναν  στα  σχολεία  τραγουδάκια  όπως  αυτό,  που  όταν  το  λέγανε  στο  σπίτι,   τους  έδερναν  οι  γονείς:

         Δεν  θέλουμε  εκκλησία,  δεν  θέλουμε   παπάδες.
         Όλα είναι ξύλα,  εικόνες  και  μπογιάδες.                          
Και  να  σκεφτεί  κανείς  ,  ότι   η  θρησκεία  μας  ήταν    αυτή που  καταδίκασε    τους  παππούδες  και  γονείς  να  υποστούν   όλα  τα  δεινά  που  ακολούθησαν. Αν  οι  πρώτοι  είχαν εξισλαμιστεί    και  αν  οι  δεύτεροι  είχαν  πάρει  την  σοβιετική  υπηκοότητα , δηλαδή  να  γίνουν  άθρησκοι,  τίποτα  από  τα παρακάτω  δεν  θα  είχαν  συμβεί. Δεν  θα  βίωναν  τη  συνεχή  προσφυγιά  


  από  μια  μουσουλμανική  χώρα  στην  άλλη  και  ξανά.  Εκεί,  στο  Καζαχστάν , δεν  ήταν  οι  πρώτοι  εξόριστοι.  Όταν    3  Νοεμβρίου  του  1938  η  Ιαπωνία  ανακήρυξε   τη  δημιουργία   <  Νέας  Τάξης   >  στην  Ανατολική Ασία , αυτό  σήμαινε  την έναρξη   σειράς  εχθροπραξιών  έναντι    Κίνας,  Ρωσίας  και  Μογγολίας.  Ήταν 13 Ιουλίου    του 1938  όταν  ο  Ιαπωνικός  στρατός  πέρασε  τα  Ρωσικά  σύνορα  και  αμέσως  μετά  την  έναρξη  των  εχθροπραξιών,   όλοι  οι  Κορεάτες  που  κατοικούσαν  στη  περιοχή,  είχαν  εκτοπιστεί   στο  Καζαχστάν.    Μέχρι  τα  τέλη  του   Αυγούστου  οι  Ρώσοι  είχαν εκδιώξει  τους  Ιάπωνες,  όμως  οι  Κορεάτες  δεν  γύρισαν  ποτέ  στις εστίες  τους.  Και  όταν  στις  30  Νοεμβρίου    του  1939   ξεκίνησαν  οι  εχθροπραξίες  μεταξύ   Ρωσίας  -Φιλανδίας , που  έλιξαν  στης     12  Μαρτίου  του 1940 (  με  νίκη  της  Ρωσίας  βέβαια), όλοι  οι  Φιλανδοί    είχαν  και  αυτοί  εκτοπιστεί  στην  Ασία.  Στα  μέσα  του  1943  σειρά  είχαν  οι  Γερμανοί, που  η παρουσία  τους  στο  χώρο  της  Ρωσίας  μετρούσε  από  την εποχή  του  Μεγάλου  Πέτρου.   Για  την  δικοί  τους  εξορία  δεν  μίλησε  ποτέ  κανένας,  παρά μόνο  οι  ίδιοι,  μετά  την  κατάρρευση  της  Σοβιετικής  Ένωσης.  Ακολούθησαν, 1943-1944  οι  Έλληνες  της  Κριμαίας,  Βούλγαροι,  Αρμένιοι.  Το  1949,  με  των  εκτοπισμό  των  Ελλήνων  του  Καυκάσου ,  στο  Καζαχστάν  συγκεντρώθηκε  μια  πραγματικά  μεγάλη  παρέα,  που  σίγουρα    κανένας  απ’ αυτήν  δεν  θα  προσφώνησε  το  Στάλιν  <<ΠΑΤΕΡΟΥΛΗ>>  Εμείς,  οι  πρόσφυγε  τρίτης  γενιάς,  ακούγαμε  τους  παππούδες  να  μας  μιλούν  με  νοσταλγία    για  την  πατρίδα  τους, το  Πόντο.  Οι  γονείς  μας  μιλούσαν  με  νοσταλγία  για τον  Καύκασο,  την  δική  τους  πατρίδα.  Για  τον  τόπο  αυτόν,  πατρίδα  των  γονιών     μας,   αποφάσισα  να  γράψω  πριν  τρία  χρόνια.  Για  να  τιμήσω  τη  μνήμη  τους.






                   ΤΑ  ΧΩΡΙΑ  ΤΟΥ  ΣΟΥΧΟΥΜΙ

                                  Α

ΧΩΡΙΟ                                                           ΕΚΚΛΗΣΙΑ
----------                                                        -----------------

1  Άζαντα                                         Άγιος       Νικόλαος
                                                      Άγιος  Ιωάννης  Αποκεφαλιστής.
2  Άκαπα                                          Άγιος       Κωνσταντίνος.
3  Άπουστα                                      άγνωστη
4  Αλεξάνδρεια                                δισυπόστατη  Αγ. Αλέξανδρος  - Αγ.  Νικόλαος.
5  Άμσαρα                                       άγνωστη
6  Αναστάσοφκα                              άγνωστη
7  Αλάν(Άνω)                                  
8  Αλάν(Κάτω)                                Κοίμηση  της  Θεοτόκου
9  Απαζάνταγου                               Μεταμόρφωση     του  Σωτήρος.    
10  Άσχαρα                                         άγνωστο


                                           Β


11  Βολοντάροφκα                                 άγνωστο


                                         Γ

12  Γουρζούλ                                                  Άγιος   Παντελεήμονας.


                                          Ζ

13  Ζουρνατζάντων                                        Άγιος        Γεώργιος.
         
                                        Η

14  Ηρακλίχ                                                    χωρίς  εκκλησία        
                                        Κ
15  Κιλιρίμς                                                    Άγιος  Γεώργιος;
16  Κουμουτσκούρ                                          άγνωστο
17  Καταπάρ                                                    Προφήτης  Ηλίας.
18  Κορονάβα                                                  Αρχάγγελου  Μιχαήλ.
19  Κεπούρια                                                   Άγιος     Γεώργιος.
20  Κελιασούρ                                                 άγνωστο
21  Κουρλέψ                                                    άγνωστο
22  Κούμα                                                        Πέτρου  και  Παύλου
23  Κερκεμίς                                                     Άγιος   Ιωάννης   Βαπτιστής.

                                  Λ
24  Λευτεροχώρ                                               Μεταμόρφωση    του  Σωτήροσ
25  Λιντάβα  (Άνω)                                          
26  Λιντάβα  (Κάτω)
27  Λέμψα                                                      χωρίς  εκκλησία

                                            Μ
28  Μπέσκαρντας                                           άγνωστο
29  Μεσοχώρ                                                  Άγιος   Δημήτριος.
30  Μπαχπαράνι                                             Άγιος   Γεώργιος.
31  Μαραμπάς                                                Κοίμηση  της  Θεοτόκου.
32  Μανέα                                                       Προφήτης  Ηλίας.
33  Μερχεούλι                                                Άγιος  Παντελεήμονας.
34  Μαρίνσκι                                                   χωρίς  εκκλησία

                                      Π
35  Παλ                                                         άγνωστο
36  Παρναούτ                                                Άγιος   Δημήτριος.
37  Πιαντσούκ                                               Προφήτης  Ηλίας.
38  Πιπεράντων                                             χωρίς  εκκλησία
39  Πολτάβσκαγια                                          Κοίμηση   της   Θεοτόκου.
40  Ποστογάλ                                                 άγνωστο
41  Πούρτς                                                      Κοίμηση  της  Θεοτόκου.

                                 Σ
42  Σούμπαρα                                                άγνωστο

                                Τ
43  Τεμερτζίκ                                                  Αγία   Αικατερίνη.
44  Τσαλ                                                          άγνωστο
45  Τζιτζιμπάρ(Άνω)                                       άγνωστο
46  Τσιν                                                            άγνωστο
47  Τσιναλούκ                                                  άγνωστο
48  Τζιτζιμπάρ (Κάτω)                                     άγνωστο
49  Τζιτζιμπάρ (Άνω)                                        άγνωστο
50  Τσεπέλ (Άνω)                                             άγνωστο
51  Τσεπέλ (Κάτω)                                           άγνωστο
52  Τσετέλ                                                        χωρίς  εκκλησία
53  Τσάμσιρα                                                    Άγιος  Γεώργιος.
54  Τράντα                                                        1) Άγιος   Κωνσταντίνος.
                                                                         2) Άγιος   Δημήτριος.          
                                                                         3) Άγιος  Γεώργιος.


                                             Φ
55-56  Φουντουκλούκ( Άνω-  Κάτω)                άγνωστο
                
                                               Χ
57  Χαλατζιδών                                              Άγιος   Χαράλαμπος
58  Χατχηδάντων                                             Κοίμηση  της  Θεοτόκου
59  Χούρμαλουκ                                              Άγιος Ιωάννης  ο  Πρόδρομος.      
 


Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

ΓΛΩΣΣΙΚΈΣ ΑΝΑΖΗΤΉΣΕΙΣ

Ερχόμενη  στην Ελλάδα  και  μη  ξέροντας  τα  ελληνικά  για  να  συνεννοηθώ   με τους  συγγενείς  εδώ , κατέφυγα  στην ρωμαίικη    γλώσσα. Τα  πήγαινα  μια  χαρά.  Καταλαβαινόμασταν  απόλυτα. Όταν  όμως  χρειάστηκε  να  έρθω  σε  επαφή  με  άλλους  πόντιους,  τύχαινε  να  μην  κατανοώ  κάποιες  λέξεις. Συνειδητοποίησα   πως  ανάλογα  από  το  τόπο  που  ζήσαμε,  είχαμε  μερικές  γλωσσικές  διαφορές. Κάποιες  δικές  τους λέξεις  τις  ήξερα  με  άλλη  απόδοση, κάποιες   άλλες  ήταν  ανά-γραμματισμένες  και  κάποιες  δικές  μου  λέξεις,  δεν  τις  γνώριζαν  καθόλου  οι  συνομιλητές  μου. Επίσης   κατάλαβα  πως  κανένας  μας  δεν  ήταν  λάθος.  Στο  κείμενό  μου  θέλω  να  αναφέρω  αυτές  τις  λέξεις  όπως  τις  λέγαμε  εμείς  στο  τόπο  μου και  σε  μερικές  να δώσω  και  κάποιες  ερμηνείες , όπως  τις  ξέρω  εγώ.  Θα  ξεκινήσω  με  την  λέξη

Μοθόπωρον (μεθόπωρον)-  φθινόπωρο( εποχή  που  τα  φροούτα μετά  το  καλοκαίρι           
                                             φθίνουν,  λιγοστεύουν. Όπως  και  στα  ποντιακά
                                             σημαίνει  η εποχή   μετά  του  τέλους   της  συγκομιδής  
                                              των  φρούτων:  μεθ+όπωρον)

Πακλάεμαν -             ξεκούμπισμα

Ροθωνίζω    -               ροχαλίζω(  εδώ  βλ.  λέξη-  ρουθούνια)

Πασκειμ      -             σάμπως

Παρλαεύω   -            λάμπω,  αστράφτω(  πιθανόν  από  την  λέξη  <πέρλα>
                                   Συνήθως  αναφέρετε  στην  καθαριότητα   του  σπιτιού  και
                                   των  ρούχων.)
Συνέλκα       -            (συν+ ηλικία) συνομήλικα

Ταουσάνος   -           λαγός (Λέξη  που  την  θυμούνται  ελάχιστοι  και  πρέπει να 
                                είναι     καθαρά  τούρκικη.  Στις  στέπες ,  από εκεί  που 
                                 προέρχονται  οι  τούρκοι, θα  είχε  πολλούς  λαγούς. Στο  Πόντο 
                                κοντά   στο  Βεζίρκιοπρου  υπήρχε  βουνό  με  την  ονομασία
                                 Ταουσάν  Νταγ.  Επίσης    στην  Χαρχέρα  είχε  ενορία   με  την
                                 ονομασία:  Ταουσάντων.)
Σερότια( χερότια) -   γάντια  ( Λέξη  ελληνικότατη.  Πίστευα  πως  στο  χώρο  της
                                  Ελλάδας  κανένας  δεν  την  γνώριζε .Ώσπου κάποτε,
                                 παρακολουθώντας  το θεατρικό  του  Μποστ<  Φαύστα>  άκουσα
                                 αυτή  τη  λέξη. Ένοιωσα   απερίγραπτη   χαρά  τότε!)

Θέσα(σέθα)          -  σκόρος (αρχαία  ελλ. λ.: σις)

Κονοποίουμαι  -       κυλιέμαι  σαν  τον  όνο ( κ  + όνο  -ποιώ),  με  λίγα  λόγια,  κάνω
                                 όπως  ο  όνος , όταν  κυλιέται  χάμω )                                      
Δουρβαν   -               ξύλινο  δοχείο  αποβουτύρωσης  της κρέμας   του  γάλακτος.
         
                                 

Πατεύω  -                  πατώνω,  βουλιάζω.

Κόττος  -                  πετεινός (  αρχ.   ελλ. λέξη ) η  λέξη < κουτός > προέρχεται από  
                                 τη  λέξη <  κόττος>,  λόγο  περιορισμένης   αντίληψης  αυτού
                                 του  πτηνού.)
Εκοττόβωσα  -         ξεκούτιανα

Αγρεμικόν  -            αγριάνθρωποσ

Τσαζού   -                φωνακλού

Τεκ    -                    ένα  κομμάτι

Τσοκεύω        -         μετακομίζω

Κουθίζω       -             ραμφίζω (  Λένε  και αστειευόμενοι   για  κάποιον  που 
                                    αγοκοιμάται.< κουθίζ  το  μυτίνατ’>)
Λαλάτς      -                 βότσαλο ( αρχ.  ελλ.  λέξη:  λάλλαξ)

Τσουπούκ   -                 μακρύ  ξερό  κλαδί,  το  τοποθετούσανε  να
                                     υποβαστάζει  τις  φασολιές  ( εξού  και  τα
                                     τσουπουκλία   φασούλια)

Τσουπούμαι  -              εισχωρώ,  χώνομαι 

Ταραγόν  φαίν  -        τουρλού

Στοιβαχτόν       -   λαχανόρυζο 

Πεχτίν             -     στιφάδο

Ζατίμ     -              ούτος  η  άλλος

Τσουρμουλίζω -   τσιμπάω

Παστάν               -  σχεδόν

Φούρνικον  -        καλαμπόκι  ψημένο  στο  φούρνο    

Μέστια       -           παντόφλες( λέξη  που  οι  πόντιοι  στο ελλαδικό  χώρο δεν
                               Γνωρίζουν)
Σόλεμαν  -               ξεθώριασμα

Ναφιλέν   -                ελάχιστα

Ρέχκουμαι    -           ρεύομαι  

Σκουντουλίζω  -      μοσχοβολάω

Τσιβίν                 -    βελόνα  πλεξίματος

Στέρια-στέρια   -   προσεκτικά

Σκαλώνω   -                     ξεκινώ

Χορεντιαρία   -                    χορευταρού

Σκίζω                      -  διασχίζω

Πουίκ                 -  μουστάκι

Πουικλής                 - μουστακαλής(  Για  να  μην  αναφέρουν  το  όνομα  του Στάλιν 
                                                          οι  Πόντιοι  τον  αποκαλούσαν  ο < αφορισμένος
                                                              πουικλής.>)
Ταμάρ                -  νεύρο

Ταμαρόφυλλο                 -  νευρόφυλλο ( Στην  Ελλάδα  θεωρείται  ζιζάνιο  του 
                                           αγρού. Ωστόσο  έχει  απεριόριστες  φαρμακευτικές
                                           ιδιότητες. Αν  το  βάλεις   σε  πυώδη  πληγή,  σε  λίγες  
                            
                                           ώρες   τραβάει  όλο  το  πύων. Στη  μαγειρική  με  τα
                                          φύλλα  του  φυτού  φτιάχνουν   ντολμές.)
Λειφτός              -        λειψός 

Αλάργα  η  αποπάνκές    -   επιφανειακά

Σαριλούκ           -              ίκτερος.  Επίσης   το  κοκκίωμα  του επιχείλιου χαλινού

Δοντολάβ            -  οδοντική  τανάλια    

Φροθάκα       -        βατράχι

Χαβεσλούκ                    -  επιθυμία

Φουσκίν            -   καβαλίνα  αλόγου,  όνου και  μουλαριού ( από  το  σχήμα που 
                               μοιάζει  με     φούσκα)

Μιγκήν                -     ανάγκη

Φούρφουλα,  τα                      -  ψητά   μήλα,  (  ίσως  και  άλλα  φρούτα)

Κουλλίζω                     -  αποκεφαλίζω  (  συγκεκριμένα τα ψάρια,  από  το  αρχαίο
                                                                    κυλλός -  ανάπηρος,  η (  πηρός –σακάτης.
                                                                    σήμερα  λ.  κουλός)

Χάταλο ,  το               -  μικρό  παιδί(  πιθανώς  από  αρχ.  άτταλοσ- νέος,  τρυφερός)

Πίσσενα,  η                -  βρομιάρα  (  από  την  λ.  πίσσα,  που  σημαίνει  και  βρομιά)

Μουτ,  το              -  ελπίδα ( η  και  εκπλήρωση  προσδοκιών) 

Χαψίν,  το          -   γαύρος(  κάποιοι  λανθασμένα αμφισβητούν  την ελληνικότητα
                                                 της  λέξης. Στην   Πελοπόννησο  σε  κάποιες  περιοχές 
                                                   το  γαύρο  το  λένε  <  χαψιά>  για  το  μικρό  του
                                                 μέγεθος.)
Ορμάνι,  το        -    το  πυκνό  και  σκοτεινό   δάσος. (  Η  λέξη  αυτή σηκώνει μεγάλη 
 
                                                 κουβέντα. Εκεί  που  όλοι,    αναμφισβήτητα  την
                                                 θεωρούσαν  τουρκική  λέξη  ήρθαν  οι   γλωσσολόγοι
                                                 και  ανάτρεψαν  τα  δεδομένα.  Η  λέξη  έχει  άμεση 
                                                  σχέση με  τους  αθίγγανους ,  των  οποίων  η διεθνής   
                                                   ονομασία  είναι<  Ρομά .>.   
                                               Όταν    λοιπόν οι  Ρομά, - των  οποίων   η  πατρίδα  ήταν 
                                               η Ινδία- σκόρπισαν,   περιπλανώμενοι  ανά  κόσμο, 
                                              κρύβονταν  μέσα  στο  βάθος  των  δασών. Όταν  λοιπόν
                                             κάποιος  αναφερόταν  στο  μέρος  όπου  ζούσαν  οι Ρομά,
                                               το  ονόμαζαν <  ορμάνι>



Μο   -                                 το  ορκωτικό    μόριο  των  αρχαίων  ελλήνων  < μα>. Σε 
                                           κάποιο  λεξικό  τη  λέξη  γράφουν  σαν ρήμα  που
                                          προσδιορίζει  τη  γενετήσια  πράξη, <  σαν  μώτω  η
                                         μώτη>   δηλαδή  <  γαμώ  το  η  γαμώ  τη>  Λάθος  μεγάλο!
                                          Δεν  μπορούσαν  οι  παππούδες  και  οι   γονείς  μου, 
                                           λέγοντας  <  μο  το  θεό  και  μο  την  πίστημ’>  να 
                                          βλαστημούσαν  το  θεό  και  την  πίστη  τους,  παρά  μόνο
                                           ορκιζόντουσαν  σ’αυτά!

Δαυκίν,  το      -            το  γνωστό καρότο (   από αρχ.  ελλ.  λέξη  δαύκος.  Ακόμα 
                                       και  τώρα  που  την  γράφω,  μου  την  βγάζει  τη  λέξη 
                                        λάθος!  Δεν  την  έχουν  ακουστά  ούτε  έλληνες,  ούτε
                                      πόντιοι.

Σε  αυτό  το  σημείο  σταματάω  το  κείμενό  μου,  χωρίς  αυτό  να  σημαίνει  βέβαια, πως  τελείωσε  και  η  έρευνα  μου.  Θα  επανέλθω   κάποτε  με  καινούργιο  υλικό.













ΠΑΤΡΙΔΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΝΏΡΙΣΑ, ΠΟΥ ΟΜΩΣ ΤΙΣ ΘΥΜΑΜΑΙ

Είμαι   Ρωμαίισσα  και  είμαι  πρόσφυγας  τρίτης  γενιάς. Στην  οικογένεια  μου
όμως  η  κάθε  γενιά  έζησε  την  δική  της  διαφορετική  προσφυγιά. Οι  παππούδες
μου,  για  να  γλιτώσουν   από  τους  Τούρκους ,  έφυγαν  από  την  Τουρκία  αρχές
του εικοστού  αιώνα  και  πήγαν  στο  Καύκασο. Το  1949,  μαζί  με  χιλιάδες  άλλους
έλληνες  εξορίστηκαν  στα  βάθη  της  σοβιετικής  Ασίας. Έζησαν  εκεί  μαζί  με  τα
παιδιά  τους(  δηλαδή  τους  γονείς  μου)  και  τα  μεγαλύτερα  εγγόνια  τους  την
δεύτερη  προσφυγιά. Και  επιτέλους , τη  δεκαετία  του  εβδομήντα  ήρθαν  στην
πατρίδα  τους,  την  Ελλάδα. Κάθε  φορά  που  έφευγαν,  άφηναν  πίσω  τους  τα
σπίτια  τους,  το  βίος   τους  και  τους  τάφους  των  αγαπημένων  τους. Όπου
πήγαιναν, έπαιρναν  μαζί  τους  τη  θρησκεία,  τη  γλώσσα,  τα  ήθη  και  τα  έθιμα.
Μαζί  μ αυτά   κουβαλούσαν  μέσα  τους  και  ένα  κομμάτι  από  την  πατρίδα  που  άφηναν. Αν  από  τους  παππούδες  άκουγα  νοσταλγικές  ιστορίες  για  την
Τραπεζούντα,  Κερασούντα και  Σαψούντα,  από  τους γονείς  μου  άκουγα  ιστορίες
για  την  πόλη  Σοχούμ  και  για  το  χωριό  τους  Πούρτς. Και  αν  από  τους  παππούδες  μου άκουγα  για  τις  θηριωδίες   των  τούρκων, από  τους  γονείς μου
άκουγα  για  τις  αδικίες  που  διέπραττε  το  σταλινικό  καθεστώς  απέναντι  των
Ελλήνων  του  Καύκασου. Πριν  λίγους  μήνες  παρακολούθησα  μια  θεατρική  παράσταση. Το  έργο αποδόθηκε  στην  ποντιακή  γλώσσα  και  αφορούσε  στην
γενοκτονία  των  Ποντίων. Μετά  το  τέλος  της  παράστασης  έτυχε  να  συναντήσω
εκεί  μια  θεία  μου. Την  ρώτησα  αν  της  άρεσε  το  έργο.  Μου  απάντησε  μ αυτά
τα  λόγια:  <  Όλα  ατά  ντο  είδα.  ιστόριζανατα  κάποτε  ο  πάπαμ’ και  η  μάμαμ.
Άμα  εγώ  έναν  πράμαν  θέλω  να  ρωτώσεν:   Εμείς  που  κι γεννέθαμαι σο  Πόντον,
Ρωμαίοι   κ’είμες;  Εμείς  τιδέν  κ’εσιραμε.  Για  τεμας   γιατί  κανείς  τιδέν  κι γράφτ;>  Το  παράπονο  της  το  βρήκα  δίκαιο.  Έτσι  αποφάσισα  να  γράψω  κάτι

εγώ 

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

ΕΡΘΕΝ Ο ΠΟΠΑΣ ΣΟ ΧΩΡΙΟΝ - ΜΕΡΟΣ Α'

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΣΤΑΥΡΟΣ :                              γιός    της   θείας   Δέσπως
ΑΝΘΟΥΛΑ :                           αδελφή  του  Σταύρος                       
ΘΕΙΟΣ ΑΛΕΞΗΣ :                   πεθερός   της  Ανθούλας
ΠΑΠΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ:         παπάς  του  χωριού
ΘΕΙΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ :        κουμπάρος   του  Αλέξη
ΠΑΝΤΖΙΚΟΣ :                       γαμπρός  του  Παναγιώτη
ΘΕΙΑ ΕΛΕΝΗ :                      συγχωριανή
ΝΙΚΟΣ :                                  γιός  της  Ελένης
ΣΟΦΟΥΛΑ :                          γυναίκα  του   Νίκου
ΕΥΤΕΡΠΗ :                            γειτόνισσα  της  Ελενης
ΘΕΙΑ ΔΕΣΠΩ:                         μητέρα  του  Σταύρου
ΦΙΛΙΚΟΝ :                              συγχωριανός
ΣΤΕΛΙΚΟΝ:                             αδελφός  του  πρώτού
 ΘΕΙΟΣ  ΧΑΜΠΩΝ:               αδεφός  της  Δέσποσ
ΘΕΙΑ ΣΟΥΣΑΝΑ:                    γυναίκα  του  Χάμπου
ΠΑΝΑΙΛΑ:                             γειτονοπούλα  τούσ
ΦΩΝΗ  ΑΦΗΓΗΤΗ


ΠΡΑΞΗ  ΠΡΩΤΗ

ΦΩΝΗ  ΑΦΗΓ : ΕΝΑΝ  ΦΟΡΑ  ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΑΠΟΥ ΣΟ ΠΟΝΤΟΝ,
                           ΣΗ  ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ ΤΑ  ΜΕΡΙΑ, ΕΤΟΥΝ ΕΝΑΝ ΧΩΡΙΟΝ
                            ΜΕ Τ’ΟΝΟΜΑ ,, ΑΜΠΕΛΟΧΩΡ΄΄.  ΕΖΗΝΑΝ  ΕΚΕΙ ΗΣΥΧΟΙ
                           ΚΑΙ ΚΑΜΑΤΕΡΟΙ  ΑΝΘΡΩΠ’ ΚΑΙ ΕΙΧΑΝ  ΠΡΟΕΔΡΟΝ ΤΟΝ
                            ΘΕΙΟΝ  ΑΛΕΞΗ , ΠΟΥ ΕΤΟΥΝ  ΓΝΩΣΤΙΚΟΣ, ΔΙΚΑΙΟΣ
                           ΚΑΙ ΑΣΌΛΑ  ΑΠΑΝ,  ΚΑΛΟΣ  ΧΡΗΣΤΙΑΝΟΣ. ΟΛΑ ΕΠΕΓΝΑΝ
                             ΚΑΛΑ ΣΟ ΧΩΡΙΟΝ, ΕΞΩΝ  ΑΣ’ΕΝΑΝ  ΠΡΑΜΑΝ: ΣΟ  ΑΜΠΕ-
                         ΛΟΧΩΡ’ ΚΙ’ΕΙΧΑΝ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ.ΑΤΟ  ΠΟΛΛΑ  ΕΣΤΕΝΟΧΟ-
                         ΡΕΒΕΝ  ΤΟ  ΘΕΙΟΝ  ΑΛΕΞΗΝ, ΚΑΙ  Α’ΕΤΣ  ΠΑ  ΕΝΑΝ  ΗΜΕ-
                          ΡΑΝ  ΕΜΑΖΕΨΕΝ  Τ’ΑΓΟΥΡΤΣ  ΤΗ ΧΩΡ’Ι’ΟΥ ΚΑΙ  ΕΙΠΕΝ’
                       ΑΤΣ  ΠΩΣ  ΠΡΕΠ’ ΝΑ  ΧΤΙΖΝΑΙ  ΕΚΚΛΗΣΙΑ. ΟΤΑΝ ΕΧΤΙΣΑΝ’
                        ΑΤΟ, ΕΨΑΛΑΦΕΣΑΝ  ΑΣΗ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΝ  ΝΑ  ΣΤΗΛΝΑΤΣ’
                         ΕΝΑΝ  ΠΟΠΑΝ.ΕΠΕΡΑΣΑΝ  ΚΑΜΠΟΣΑ  ΕΥΔΟΜΑΔΑΣ  ΚΑΙ
                         ΠΡΙΝ  ΕΡΧΕΤΑΙ  ΣΟ  ΧΩΡΙΟΝ Ο ΠΟΠΑΣ, ΕΡΘΕΝ  ΕΒΡΕΝ  ΤΟ
                          ΘΕΙΟΝ ΑΛΕΞΗ  ΒΑΡΗΝ  ΑΡΡΩΣΤΙΑ….
                                           

(Το  σπίτι  του  θείου  Αλέξη .Ένα  μεγάλο  δωμάτιο. Στη  μέση  τραπέζι  με καρέκλες. Από  δεξιά  η  πόρτα  εισόδου. Αριστερά  πόρτα  για  δωμάτιο.  Απέναντι  στο  τοίχο  παράθυρο.  Κάτω  από  το  παράθυρο  καναπές.   Στη  γωνιά  εικονοστάσι. Στο  τραπέζι  κάθετε  ο  Σταύρος.  Από  το  δωμάτιο  βγαίνει  η  Ανθούλα και  κάθεται  μαζί   του)

ΣΤΑΥΡΟΣ:   ΓΙΑ ΠΕΙΜΕΝ,    ΑΝΘΟΥΛΑ,   ΠΟΣΟΝ   ΚΑΙΡΟΝ   ΕΝ    ΑΡΡΩΣΤΟΣ Ο ΠΕΘΕΡΟΣ    ΣΟΥ,   ΕΓΩ ΟΤΑΝ  ΕΦΗΓΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ Ο ΘΕΙΟΝ ΑΛΕΞΗΣ   ΚΑΛΑ   ΕΤΟΝ.

ΑΝΘΟΥΛΑ:  ΑΧ  ΣΤΑΥΡΙΚΟ, ΑΤΟ  ΤΗ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ   Η  ΛΟΓΑΡΙΑ   ΘΑ ΤΡΩΕΙ  ΤΟ  ΠΑΤΕΡΑΝ. ΑΤΟΣΑ   ΜΗΝΑΣ   ΕΧΤΙΖΕΝ’ ΑΤΟ  ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΑ ΝΤΟ ΕΤΕΛΙΩΣΕΝ’ ΑΤΟ   ΕΨΑΛΑΦΕΣΕΝ   Α’ ΣΗ  ΠΟΛΙΤΙΑΝ  ΝΑ   ΣΤΗΛΝΕ   ΣΟ  ΧΩΡΙΟΝ   ΠΟΠΑΝ. ΑΔΑ   ΚΑΙ   ΔΥΟ  ΜΗΝΑΣ   ΠΕΡΜΕΝ,   ΚΙ   ΠΟΠΑΝ   ΑΚΟΜΑ   Κ’ ΕΣΤΕΙΛΑΝΕ. Ο ΠΑΤΕΡΑΣ,   ΚΑΘΕ   ΚΕΡΕΚΗΝ , ΕΠΕΓΝΕΝ   ΣΗ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ,  ΕΝΤΟΥΝΕΝ   ΤΗ   ΚΑΜΠΑΝΑΝ, ΥΣΤΕΡΑ ΕΚΑΘΟΥΤΟΥΝ   ΚΑ  ΚΑΙ   ΕΚΛΑΙΕΝ.  ΤΟ  ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΝ  ΤΗ  ΚΕΡΕΚΗΝ ΠΑ ΕΠΗΓΕΝ, ΟΜΩΝ ΑΡΓΗΣΕΝ  ΝΑ  ΓΥΡΙΖ’  ΣΟ  ΣΠΙΤ’.  ΕΠΗΓΑΜΕΝ Ν’ ΑΡΑΕΒΟΜ’ ΑΤΟΝ   ΚΑΙ   ΕΒΡΑΜ’ ΑΤΟΝ   ΣΟ   ΧΩΜΑΝ   ΛΙΓΟΘΙΜΟΝ.  ΑΠΟ   ΤΟΤΕ   Κ’ ΑΝ    ΚΟΙΤΕ   ΣΟ ΚΡΕΒΑΤ’!  ΟΥΤΕ   ΤΡΩΕΙ,  ΟΥΤΕ ΚΟΙΜΑΤΕ, ΟΥΤΕ ΛΑΛΕΙ  ΚΑΙ  Η  ΖΕΣΤΙ’ ΑΤ’  ΞΑ΄Ι΄   ΚΙ  ΚΑΤΕΒΕΝ, ΜΟΝΟ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ ΕΙΠΕΝ: «ΘΕΛΩ  ΠΟΠΑΝ! » ΟΜΩΝ  ΝΤΟ  ΠΟΠΑΝ   ΘΕΛ’,   ΠΟΥ Ν’ ΕΞΕΡΟΥΜΕ. ΑΤΩΡΑ Ο  ΣΤΕΦΑΝΟΝ  ΓΥΡΙΖ’  ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΝΑ ΕΥΡΙΚ’  ΠΟΠΑ. ΑΧ! ΑΤΑ ΕΙΝΑΙ  Τ’ ΕΜΕΤΕΡΑ  ΤΑ  ΧΑΜΠΑΡΙΑ . ΓΙΑ  ΠΕ΄Ι΄ΜΕΝ  ΑΤΩΡΑ  ΕΣΥ  Τ’ ΕΣΑ  ΤΑ  ΝΕΑ ;                                                                                                                                              

ΣΤΑΥΡΟΣ:   ΔΟΞΑ ΤΟ ΘΕΟΝ - ΕΠΗΓΑ ΚΙ ΕΡΘΑ ΚΑΛΑ - ΟΛΑ ΤΑ ΑΠΟΣΚΑΛΙΑ  ΣΗ  ΠΟΛΙΤΕΙΑΝ   ΕΠΟΙΚ’ ΑΤΑ.
     
ΑΝΘΟΥΛΑΝΑΙ, ΟΜΩΝ  ΕΓΩ   ΚΑΠΩΣ  ΣΤΕΝΟΧΟΡΕΜΕΝΟΝ  ΕΛΕΠΩ’ ΣΕΝ. ΝΤΟ  Ε΄Ι΄Σ;

ΣΤΑΥΡΟΣ:   ΝΤΟ ΝΑ ΕΧΩ; ΤΑ ΚΑΛΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΝΑ - ΑΜΑ ΑΡΧΙΝΩ  ΝΑ ΛΕΓ’ ΑΤΕΝ   ΓΙΑ ΤΗΝ                               
                                ΠΑΝΑ΄Ι΄ΛΑ,  ΑΜΑΝ  ΘΥΜΩΝ’,  ΛΕΕΙ: « ΚΙ’ΑΠΕΡΤΣΑΤΕΝ- ΑΠΕΣ ΣΟ ΣΠΙΤΙΜ’, ΚΑΜΙΑΝ  Κ’ ΑΒΑΛΑΤΕΝ.»
      
                       (Χτυπά  η  πόρτα.  Η  Ανθούλα  ανοίγει  και  μπαίνει  ο  παπάς.)
 
ΠΑΤ  ΧΑΡ:   ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ… ΑΔΑ   ΖΕΙ   Ο   ΑΛΕΞΗΣ   ΠΑΡΧΑΡΙΔΗΣ;

ΑΝΘ:             ΝΑΙ   ΠΑΤΕΡ,   Ο  ΠΕΘΕΡΟ  Μ’   ΕΝ’.  (κοιτάει πίσω από τον παπά)  Ο  
                               ΣΤΕΦΑΝΟΝ  Κ’ ΕΝ  ΜΕ ΤΕΣΕΝ;

ΠΑΤ  ΧΑΡ: ΕΓΩ  ΘΑΓΑΤΕΡΑ,   ΕΙΜΑΙ   Α’ ΣΗ  ΠΟΛΙΤΕΙΑΝ.   ΕΡΘΑ ΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩ   ΤΗΝ   
                            ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ.  ΠΡΕΠ’  ΝΑ   ΕΛΕΠΩ   ΤΟΝ   ΠΕΘΕΡΟ  Σ’.

ΑΝΘΝΑ΄Ι΄ΛΙ  ΕΜΕΝ’,  ΠΑΤΕΡ!  Ο ΠΕΘΕΡΟΜ’ ΑΤΟΣΟΝ  ΚΑΙΡΟΝ  ΕΠΕΡΜΕΝΕΣΕΝ  ΚΑΙ   ΑΤΩΡΑ 
                ΠΟΥ  ΕΡΘΕΣ ,ΕΝ ΕΤΟΙΜΟΣ ΝΑ ΠΟΘΑΝ’. (Αρχίζει να κλαίει)

           Ανοίγει η πόρτα της κάμαρας και βγαίνει ο θείος Αλέξης, αναστατωμένος και     
           ξεμαλλιασμένος ,  στέκετε μπροστά στη νύφη του:

Θ ΑΛΕΞ:  Ο ΤΟΥΣΜΑΝΟΣ ΤΙ  ΠΕΘΕΡΟΥΣ ΕΤΟΙ ΜΑΕΤΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝ, ΟΧΙ ΕΓΩ! Ο ΠΕΘΕΡΟΣ ΘΑ ΖΕΙ 
                         ΚΑΙ ΘΑ ΒΑΣΙΛΕΒ  ΠΟΛΛΑ  ΧΡΟΝΙΑ  ΑΚΟΜΑ!

ΣΤΑΥΡΟΣ: (Πεταγεται  πανω)  ΘΕΙΟ ΑΛΕΞΗ,  ΕΣΥ  ΠΩΣ  ΕΣΚΩΘΕΣ;

Θ ΑΛΕΞ:  ΟΠΩΣ ΟΛΟΣ  Ο  ΚΟΣΜΟΣ ΕΣΚΟΘΑ!  ΕΚΑΤΙΒΑΣΑ  ΤΑ  ΠΟΔΑΡΙΑΜ  ΑΣΟ  ΚΡΕΒΑΤ  ΚΙ 
                         ΕΣΚΩΘΑ  (γυρίζει προς το παπά τον κοιτάζει  προσεκτικά από πάνω μέχρι 
                  κάτω, του λέει:)

Θ ΑΛΕΞ: ΕΣΥ ΑΤΩΡΑ ΠΟΙΟΣ  ΠΟΠΑΣ  ΕΙΣΑΙ;  Ο  ΠΟΠΑΣ  ΝΤΟ  ΘΑ  ΔΕΒΑΖΜΕΝΑΝ  ΓΙΑ Ο  
                       ΠΟΠΑΣ ΤΗ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ;

ΠΑΤ  ΧΑΡ:  (Χαμογελαστά) ΤΗ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ  ΕΙΜΑΙ,  ΤΗ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ!
              
                    (Ο  θείος Αλέξης  πιάνει τα δυο χέρια του παπά και τα φιλάει, ύστερα                 
                      πάλι αγριεύει)

Θ ΑΛΕΞ: ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΕΙΜΕΝ ΠΑΤΕΡ,  ΓΙΑΤΙ ΕΡΓΙΣΕΣ ΑΤΟΣΟΝ;  ΕΞΕΡΤΣ’ ΠΩΣ  ΑΝ ΕΡΧΟΥΣΝΕ ΑΥΡΙΟ ΕΜΠΟΡΕΙ  ΝΑ ΜΗ ΕΖΗΝΑ-  ΝΑ ΕΔΕΒΑΖΝΕΣ’ ΜΕ ΘΑ ΕΡΧΟΥΣΝΕ - ΑΜΑ ΑΣ ΕΝ: ΕΓΩ  ΣΙ  ΖΩΗΜ’  ΜΟΝΟ ΑΤΟ ΕΘΕΛΝΑ:  ΝΑ ΕΛΕΠΩ ΠΟΠΑΝ ΣΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ  ΝΤΟ ΕΧΤΙΣΑ.  ΕΛΑ ΠΑΤΕΡ,  ΕΛΑ ΚΑΘΚΑ  ΚΑ,  ΜΗ ΣΤΕΞΣ  ΣΟ  ΠΟΔΑΡ’  (απευθύνεται στην Ανθούλα)  ΘΑΓΑΤΕΡΑ, ΦΕΡΕ ΣΟ ΤΡΑΠΕΖ ΟΤΙ ΕΙΣ ΑΤΟΥΚΕΣ.  ΝΑ ΕΞΕΡΤΣ ΠΟΣ ΠΕΙΝΩ!  ΕΝΑΝ  ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΕΧΩ ΝΑ ΤΡΩΩ!

              (Η Ανθούλα  φέρνει στο τραπέζι διάφορα. Φέρνει και μια κανάτα κρασί. Ο                       θείος Αλέξης βάζει στα ποτήρια από αυτό και δίνει στο  παπά να πιει).
                ΝΑ  ΕΞΕΡΤΣ  ΠΑΤΕΡ, ΑΣ ΑΤΟ  ΤΟ ΚΡΑΣΙ  ΚΑΙ  ΚΑΛΙΟΝ  ΠΟΥΘΕΝ’  ΚΙ  ΕΒΡΙΞ’.  ΕΝ  Α’ ΣΟ ΧΩΡΙΟΝ  ΜΑΣ   (δίνει  κρασί και στο Σταύρο) ΕΛΑ, ΠΕΙΑ  ΚΙ ΕΣΥ.

ΣΤΑΥΡΟΣ: ΝΑ  ΠΙΝΑΤΩ  ΚΑΙ  ΝΑ ΠΑΩ  ΣΟ  ΣΠΙΤ,  ΕΡΓΕΣΑ  ΠΟΛΑ (Το  πινει ,καληνυχτεί  
                     και φεύγει)

ΠΑΠΑΣ:  ΑΛΕΞΗ , ΚΑΤ  ΘΕΛΩ  ΝΑ ΡΩΤΩΣΕΝ’ ;    ΓΙΑ ΠΕΙΜΕΝ’   ΠΩΣ   ΚΙ  Α’ ΤΟΣΟΝ ΚΑΙΡΟ  Κ’ 
                        ΕΠΟΡΕΣΕΤΕ ΝΑ  ΧΤΙΖΕΤΕ   ΕΚΚΛΗΣΙΑ;

ΑΛΕΞ:  ΘΑ ΛΕΓΩ  ΣΕΝ  ΠΑΤΕΡ  ... ΟΠΟΣ  ΕΞΕΡΤΣ’ , ΤΟ ΧΩΡΙΟΝ’ΕΜΑΣ  ΛΕΓΝΑΤΩ   ΑΜΠΕΛΟΧΩΡ’  ΓΙΑΤΙ  ΕΧΟΥΜΕ   ΠΟΛΛΑ   ΑΜΠΕΛΙΑ  Κ’  ΕΒΓΑΛΟΥΜΕ   ΠΟΛΛΑ   ΚΡΑΣΙΝ. ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ   Κ ’ ΕΞΕΡΤΣ’  ΕΝ  ΠΩΣ ΛΕΓΝΑΤΩ   ΚΑΙ   ΓΥΝΑΙΚΟΧΩΡ’,  ΓΙΑΤΙ ΑΔΑ ΚΙ ‘ ΧΡΟΝΙΑ  ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΑΙΔΙ’Α  ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΓΟΥΝΤΑΝ  ΕΙΝΑΙ  ΚΟΡΙΤΣΙΑ.  ΟΤΑΝ  ΑΝΤΡΙΖΩΜΑΤΑ, ΦΕΥΝΕ  ΑΣΟ  ΧΩΡΙΟΝ  ΚΑΙ ΓΑΜΠΡΟΥΣ  ΕΜΕΙΣ  ΣΟ  ΑΜΠΕΛΟΧΩΡ  ΚΙ’ ΒΑΛΟΥΜΕ.  (γελάει)  ΑΚΟΜΑ ΚΙ’  ΤΑ ΧΑΙΒΑΝΙΑ  ΝΤΟ ΕΧΟΥΜΕ,  ΤΑ  ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ  ΘΕΛΚΑ  ΕΙΝΑΙ.  Σ’  ΟΛΟΝ  ΤΟ  ΧΩΡΙΟΝ  ΕΧΟΜΕ  ΠΕΝΤΕ  ΠΕΤΕΙΝΑΡΙΑ  ΜΟΝΟ.   ΠΕΙΜΕΝ ΑΤΩΡΑ,  ΜΕ  ΕΝΑΝ  ΒΟΥΡΑ  ΑΝΘΡΩΨ’,  ΠΩΣ  ΘΑ  ΕΧΤΙΖΑΜΕ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ.  ΚΑΙ  ΞΑΝ   ΔΟΞΑ  ΤΟ  ΘΕΟΝ,  ΧΩΡΙΣ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ  ΚΙ’ ΕΠΕΒΝΑΜΕ,ΕΧΤΙΣΑΜ’ΑΤΟ.  ΑΥΡΙΟΝ , ΠΟΥ  ΕΝ  ΚΕΡΕΚΗ,  ΚΡΙΜΑ  ΝΤΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ  ΚΙ’ ΕΠΟΡΕΙΣ  Ν’ΑΦΤΑΣ. ΟΠΟΤΕ  ΘΑ ΓΥΡΙΖΟΥΜΕ  Σ’ ΟΛΟΝ  ΤΟ ΧΩΡΙΟΝ,  ΝΑ  ΕΓΝΩΡΙ’Ι’Σ  ΤΟΥΣ  ΧΩΡΕΤΣ’ .  ΑΤΩΡΑ  ΛΕΩ  ΝΑ  ΠΑΜΕ  ΚΟΙΜΕΣ’  ΚΑ,   ΚΙ’ ΑΥΡΙΟΝ  ΤΟ  ΠΡΩΙ ,  ΑΠΕΡΟΣΕΝ  ΚΙ’  ΠΑΩ  ΠΡΩΤΑ  ΠΡΩΤΑ , ΣΟ  ΚΟΥΜΠΑΡΟΜ’ ,  ΤΟΝ  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΝ  ΤΟΝ  ΗΛΙΑΔΗΝ.



                                            ΠΡΑΞΗ    ΔΕΥΤΕΡΗ
 
ΦΩΝΗ  ΑΦ:   Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ  , Ο ΚΟΥΜΠΑΡΟΝ  ΤΗ  ΑΛΕΞΗ , ΕΤΟΥΝ
                         ΠΟΛΑ ΠΛΟΥΣΙΟΣ: ΕΙΧΕΝ ΑΜΠΕΛΙΑ, ΧΩΡΑΦΙΑ, ΛΟΓΙΣ-
                          ΛΟΓΙΕΝ  ΧΑ’Ι’ΒΑΝΙΑ ,  ΑΜΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΗΤΕΡΟΝ
                        ΠΛΟΥΤΟΝ ΠΟΥ ΕΙΧΕΝ, ΕΤΟΥΝ Η ΘΑΓΑΤΕΡΑΤ’ Η ΑΝΑΣΤΑ.
                         ΕΓΑΠΑΝΕΝΑ Ι ΠΑΝΤΑ ΕΙΧΕΝ ΤΟ ΦΟΒΟΝ ,ΠΩΣ ΟΤΑΝ ΘΑ ΑΝΤ-
                        ΡΕΙΖ’ ΤΕΝ  Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΣΗ ΖΩΗΝ’ΑΤ’ ΚΙ’ΑΛΟ
                       ΠΟΛΑ ΚΑ,ΘΑ ΦΕΥ’ Α’ΣΟ ΣΠΙΤ’.ΤΟΝ  ΠΑΝΤΖΙΚΟΝ, ΤΟ ΓΑΜΠΡΟ-
                       ΝΑΤ , ΞΑ’Ι’  ΚΙ’ΕΘΕΛΕΣΕΝ’ΑΤΟΝ, ΑΜΑ ΕΔΟΚΕΝ’ΑΤΟΝ ΤΗΝ
                        ΑΝΑΣΤΑ , ΓΙΑΤΙ ΕΚΕΙΝΟΣ  ΕΔΕΧΤΕΝ  ΝΑ ΕΜΠΑΙΝ ΣΟ ΣΠΙΤ-
                         ΝΑΤ’  ΣΟΓΑΜΠΡΟΣ . ΚΑΙ  ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΕΛΕΠ’ΑΤΟΝ ΣΟ ΜΑ-
                       ΤΙΑΤ’, ΟΛΟ ΕΣΤΗΛΝΕΝΑΤΟΝ  ΑΠ’ΑΔΑ  ΚΙ’ΑΠ’ΕΚΕΙ ΓΙΑ ΤΑ
ΔΟΥΛΙΑΣ.   ΕΚΕΙΝΟ  ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΠΟΥ ΕΡΘΕΝ Ο ΠΟΠΑΣ, ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΝ  ΕΠΙΑΣΑΝ’ΑΤΕΝ ΤΑ ΠΟΝΙΑ  ΚΑΙ  ΟΙ ΔΥΟ ΑΓΟΥΡ’  ΠΡΩΤΗ  ΦΟΡΑ ΕΒΡΕΘΑΝ Σ’ΕΝΑΝ  ΜΕΡΟΣ ΚΙ’ΕΚΑ ΕΝΤΑΜΑΝ.ΩΣ ΤΟ  ΞΗΜΕΡΟΜΑΝ  ΕΚΑΤΣΑΝ ΓΙΑΝ- ΓΙΑ ΝΑ, ΝΑ ΠΕΡΜΕΝΕ ΝΑ  ΓΕΝΝΗΕΤΑΙ  ΤΟ ΜΩΡΟΝ , ΑΜΑ  ΚΑΜΙΑΝ  ΚΙ’ΕΤΕΡΕΣΑΝ  Ο ΕΝΑΣ ΣΑ ΚΑΤΣΙΑ  ΤΗ  ΑΛΛΟΥΝΟΥ.
                                

                                               
            (  Το   σπίτι  του  Παναγιώτη: Διαμορφωμένο  σκηνικό. Στο   τραπέζι  κάθονται  ο Παναγιώτης  και  ο  Παντζίκος   πλάτη  με  πλάτη.  Δεν  μιλάνε. Από  την  πόρτα  του  δωματίου  βγαίνει   η θεία  Δέσπω,  τούς  λέει:)

ΔΕΣΠΩ:  ΕΣΕΙΣ   ΑΚΟΜΑΝ  ΑΤΟΥΚΑ  ΚΑΘΕΣΤΕΙΝ .  ΕΞΗΜΕΡΩΣΕΝ,  ΓΙΑΤΙ   ΚΙ  ΠΑΤΕΝ  ΣΗ    ΔΟΥΛΙΑΝ   ΕΣΟΥΝ,   ΝΑ ΦΑΖΕΤΕ  ΤΑ ΧΑΙΒΑΝΙΑ  ΚΙ  Ν’ΑΠΑΣΤΡΕΥΕΤΕ  ΤΑ  ΜΑΝΤΡΙΑ.   ΝΤΟ  ΑΝΤΡΟΥΔΕΣ  ΕΙΣΤΕΝ;  ΚΑΘΕΣΤΕΝ  ΟΛΟΝ  ΤΗ  ΝΥΧΤΑΝ  ΚΑΙ  ΠΕΡΜΕΝΕΤΕ  ΠΟΤΕ   ΘΑ  ΕΦΤΑΕΙ  Η ΑΝΑΣΤΑ  ΤΟ  ΜΩΡΟΝ; ΕΝΤΡΟΠΗΣ  ΠΡΑΜΑΤΑ!  ΓΙΑ  ΣΚΟΥΘΕΣΤΕΝ  ΑΠ’ ΑΤΟΥΚΑ  (παίρνει  μια  λεκάνη  με  νερό   και  ξανά  μπαίνει  στο  δωμάτιο. Ο  Παναγιώτης   απευθύνετε  στο  γαμπρό  του  χωρίς   να  τον  κοιτάζει)

ΠΑΝΑΓ:   ΔΕΒΑ  ΣΟ  ΜΑΝΤΡΙΝ  ΕΣΥ,   ΝΑ  ΦΑΙΣ  ΤΟ  ΧΤΗΝΟΝ.

ΠΑΝΤΖ:  ΚΑΙ  ΓΙΑΤΙ  ΝΑ ΠΑΩ  ΕΓΩ,   ΕΣΥ  ΚΑΜΙΑΝ  ΣΟ  ΜΑΝΤΡΙΝ  ΚΙ’  ΕΦΙΝΕΣΜΕΝ,  ΓΙΑΤΙ  ΝΑ  ΠΑΩ  ΟΣΗΜΕΡΟΝ;

ΠΑΝΑΓ:  Κ’ ΕΘΕΛΝΑ  ΝΑ  ΝΕΓΚΑΖΩ  ΣΕΝ,  ΓΙΑ  Τ’ΑΤΟ

ΠΑΝ ΤΖ: ΑΛΛΑ  ΕΛΕΕΣ  ΟΤΑΝ  ΕΘΕΛΝΑ  ΝΑ ΕΜΠΑΙΝΩ ΑΠΕΣ.  ΕΦΟΓΟΥΣΝΕ,  ΑΝ ΕΛΕΠΑΝΕΜΕΝ  ΤΑ  ΧΤΗΝΙΑ  ΘΑ  ΕΧΠΑΡΑΓΟΥΣΑΝ , Κ’ ΑΛΛΟ  ΓΑΛΑ  ΚΙ  Α  ΕΔΗΝΑΝ!  ΑΕΤΣ’  ΕΛΕΕΣ…

ΠΑΝΑΓ:    ΕΓΩ  Ε’ ΜΑΣΧΑΡΕΥΑ.

ΠΑΝΤΖ:   ΟΤΙ ΘΕΛΤΣ’   ΠΟΙΣΟΝ,  ΕΓΩ  ΑΠ’ ΑΔΑΚΑ  ΚΙ’  ΣΚΟΥΜΕ!
(Ο Παναγιώτης   πάει κάτι  να  πει  όμως  εκείνη  τη   στιγμή  ακούγεται  κλάμα  μωρού  και σχεδόν  αμέσως  βγαίνει  από  το δωμάτιο  η Δέσπω.  Φωνάζει  όλο  χαρά!)

ΔΕΣΠΩ:   ΕΧΟΥΜΑΙ  ΑΓΟΥΡ,  ΕΝΑ  ΕΜΟΡΦΟΝ   ΑΓΟΥΡ.  ΦΩΣ  ΣΟ  ΜΑΤΙΑ  ΣΑΣ!  (Γυρίζει  μέσα.  Οι  δύο  άντρες  για  πρώτη  φορά  κοιτάζονται   χαρούμενοι)

ΠΑΝΑΓ:  ΕΜΟΡΦΑ,  ΕΜΟΡΦΑ.   ΚΑΛΑ  ΝΤΟ  ΕΓΕΝΝΕΘΕΝ  ΑΓΟΥΡ, ΑΠΕΡ’  ΤΗ  ΚΥΡΟΥΜ  ΤΟ   
                       ΟΝΟΜΑ.

ΠΑΝΤΖ: (Πετάγεται  πάνω)  ΚΑΙ  ΝΤΟ  ΔΟΥΛΙΑΝ  ΕΧΕΙ  Τ’ ΕΜΟΝ  ΤΟ  ΠΑΙΔΙΝ  ΜΕ  Τ’ ΕΣΟΝ  ΤΟ  ΚΥΡ’.   ΕΓΩ  ΚΥΡ’  Κ’  ΕΧΩ,  ΝΑ  ΕΒΓΑΛΩ  ΤΟ  ΟΝΟΜΑΝΑΤ’;

ΠΑΝΑΓ:  ΘΑ  ΛΕΓΟΣΕΝ  ΓΙΑΤΙ:  ΓΙΑΤΙ  ΕΓΩ,  ΕΞΟΝ  Α’ ΣΗ  ΑΝΑΣΤΑΝ,  ΑΛΟ   ΚΑΝΕΝΑΝ   Κ’ ΕΧΩ. ΕΦΤΑ  ΜΩΡΑ  ΕΠΟΙΚΕΝ  Η  ΓΑΡΗΜ’  ΚΑΙ  ΟΛΑ  ΕΠΕΘΑΝΑΝ  ΜΙΚΡΑ.  ΑΝ  Κ’  ΕΒΓΑΛΩ  Σ’  ΑΤΟ  ΤΟ  ΠΑΙΔΙΝ  ΤΟ ΟΝΟΜΑ   ΤΙ  ΠΑΤΕΡΑΜ ,  ΤΟ  ΟΝΕΜΑ ΜΑΣ  ΘΑ  ΣΒΗΕΤΑΙ!
 
ΠΑΝΤΖ:  ΝΑΙ,  ΟΜΟΝ  ΚΑΙ  ΕΓΩ  ΠΟΥ  ΕΠΕΒΝΑ   ΟΡΦΑΝΟΣ  Α’ΣΟ  ΠΑΤΕΡΑΝ  ΚΑΙ  ΑΛΛΑ  ΑΔΕΛΦΙΑ  Κ’  ΕΧΩ  ΠΟΙΟΣ  ΘΑ  ΕΒΓΑΛ  ΤΕΜΟΝ  ΤΗ  ΚΥΡΟΥ  ΤΟ  ΟΝΟΜΑΝ.   ΕΝΑΝ  ΧΡΟΝΟΝ  ΕΙΜΑΙ  ΑΤΩΡΑ  Σ’  ΑΥΤΟ  ΤΟ  ΣΠΙΤ   ΚΑΙ  ΠΟΛΛΑ  ΑΔΙΚΙΑΣ   ΑΣ’ΕΣΕΝΑΝ  ΕΚΟΥΡΤΕΣΑ.  ΚΑΙ  ΟΛΑ,  ΓΙΑ  ΤΗ  ΑΝΑΣΤΑΣ  ΤΟ  ΧΑΤΙΡ. ΟΛΟ   ΑΤΟ  ΤΟ  ΚΑΙΡΟΝ , ΕΣΥ  ΘΑΡΡΕΙΣ,  ΠΩΣ  ΕΓΩ  ΤΗ  ΘΑΓΑΤΕΡΑΣ   ΕΠΗΡΑΤΕΝ  ΓΙΑ  ΤΑ  ΠΛΟΥΤΑΣ .  ΟΜΟΝ   ΝΑ  ΕΞΕΡΤΣ’ ,  ΕΜΕΙΣ  ΕΓΑΠΕΘΑΜΕ  Κ’  ΕΠΗΡΑΜΕ  ΤΕΝΑΝ’ΤΑΛΛΟΝ! ΘΑ  ΛΕΓΟΣΕΝ  ΚΑΙ  ΚΑΤ   ΑΛΛΟ-  Η  ΑΝΑΣΤΑ  ΕΤΟΝ  ΕΤΟΙΜΕΣΑ  ΝΑ  ΑΦΕΙΝ  ΤΟ  ΣΠΙΤ’   ΚΑΙ   ΝΑ   ΕΡΤΑΙ   ΜΕ  Τ’ ΕΜΕΝΑΝ , ΑΜΑ  ΕΓΩ   ΕΛΥΠΕΘΑ  ΣΑΣ-   ΔΥΟ  ΓΕΡΟΝΤΑΔΕΣ   ΝΑ  ΑΠΟΜΕΝΕΤΕ    ΜΑΝΑΧΟΙ ΚΑΙ  ΕΣΕΒΑ  ΣΟ  ΣΠΙΤΝ’ ΕΣΑΣ  ΣΟΓΑΜΠΡΟΣ . ΤΟ  ΛΟΙΠΟΝ ,  ΝΑ  ΕΞΕΡΤΣ,  ΑΤΟ  ΤΟ  ΠΑΙΔΙΝ   ΘΑ  ΠΕΡ’  ΤΗ  ΠΑΤΕΡΑΜ   ΤΟ  ΟΝΟΜΑ!

               (  Ο  Παναγιώτης    μετά  από  τα  λόγια  του  γαμπρού  του   αλλάζει  ύφος.  Δείχνει  συγκινημένος.  Βάζει  το  χέρι  του  στον ώμο του  Παντζίκου.)

ΠΑΝΑΓ:  ΣΥΓΧΩΡΑ ΜΕ  ΠΑΝΤΖΙΚΟ,  ΕΓΩ   ΑΠ’ΑΤΑ  ΤΗΔΕΝ  Κ’ΕΞΕΡΑ.  ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ,  ΠΟΥ  Κ’ΕΦΗΚΕΤΕ  ΜΑΣ   ΜΑΝΑΧΟΥΣ  ΜΕ  ΤΗ  ΓΥΝΑΙΚΑ Μ’.  ΑΠΑ  ΔΑ  ΚΑΙ  ΠΕΡΑ  ΣΙ  ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ  ΑΠΕΣ , ΘΑ  ΕΦΤΑΣ  ΟΠΩΣ  ΑΓΑΠΑΣ . (Εκείνη  τη στιγμή   πάλι  ακούγετε  κλάμα  μωρού,   βγαίνει      ξανά  η   θεία  Δέσπω . Ανακοινώνει  με  χαρά) 

ΔΕΣΠΩ:  ΕΝΤΟΥΝ ΕΝΑ  ΑΓΟΥΡ  ΚΙΑΛΟ,  ΝΑ  ΧΕΡΕΣΤΗΝ’ ΑΤΟ!

                 (Οι  άντρες   κοιτάζουν  ξαφνιασμένοι  ο  ένας  τον  άλλον,  ύστερα  σφίγγουν  τα  χέρια  τους συγκινημενοι.)

ΠΑΝΤΖΙΚΟΣ:   ΑΛΗΘΕΙΑ,  ΠΑΤΕΡΑ,  Τ’ ΕΣΟΝ  ΤΙ  ΚΥΡΟΥ   ΤΟ  ΟΝΕΜΑΝ  ΠΩΣ   ΕΤΟΥΝ;

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ:  ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ!

ΠΑΝΤΖ:  Ε,  ΤΟΤΕ , ΑΤΟΝ   ΤΟΝ  ΔΕΥΤΕΡΟΝ,   ΑΕΤΣ  ΘΑ  ΕΒΓΑΛΟΜΑΤΟΝ. ΕΙΔΕΣ,  ΠΑΤΕΡΑ,  ΠΩΣ  ΕΦΕΡΕΝ’ΑΤΑ ΤΑ  ΠΡΑΜΑΤΑ  Ο  ΘΕΟΣ;  ΕΚΕΙ  ΠΟΥ  ΕΜΑΛΩΝΑΜΕ   ΓΙΑ  ΤΑ  ΟΝΕΜΑΤΑ,  ΟΛΑ  ΕΡΘΑΝ  ΚΑΙ   ΕΝΤΑΝ  ΕΜΟΡΦΑ. 

                (Για   λίγο  κάθονται  σιωπηλοί. Ύστερα  λέει ο  Παναγιώτης) 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ:    ΕΞΕΡΤΣ  ΝΤΟ  ΝΟΥΝΙΖΩ,  ΠΑΝΤΖΙΚΟ;  ΠΡΕΠ’  ΝΑ  ΠΑΜΕ  ΣΟ  ΝΙΚΟΝ  ΚΑΙ 
                                           ΝΑ  ΛΕΓΩΜΑ’ΤΟΝ  ΝΑ  ΕΦΤΑΕΙ  ΔΥΟ  ΚΟΥΝΙΑ. ΝΤΟ  ΛΕΣ;

ΠΑΝΤΖ: ΤΣΙΠ  ΚΑΛΑ  ΛΕΣ’ΑΤΑ! ΕΣΥ  ΝΑ  ΠΑΣ  ΕΚΕΙ    Κ’ ΕΓΩ   ΝΑ   ΠΑΩ  ΣΟ  ΜΑΝΤΡΙΝ,   ΝΑ  ΦΑΖΩ   ΤΑ  ΧΑΙΒΑΝΙΑ. ΤΑ  ΚΑΙΜΕΝΑ,  ΣΕ  ΛΙΓΟΝ  ΘΑ  ΨΟΦΟΥΝ  Α’ΣΗ  ΠΕΙΝΑΝ.  

(Σηκώνεται  και  πάει  προς  την  πόρτα. Για   τρίτη  φορά   ακούγεται  κλάμα  παιδιού. Ο  Παντζίκος  παγώνει  στη  θέση  του.Η  Δέσπω  βγαίνει  και  λέει,  κουρασμένα) 
 
ΔΕΣΠΩ:  ΤΑ  ΑΓΟΥΡΙΑ  ΣΑΣ  ΕΡΘΑΝ  ΚΑΙ   ΕΤΡΙΤΟΣΑΝ .   ΦΩΣ   ΣΟ  ΜΑΤΙΑ  ΣΑΣ
                ( Ύστερα   πλησιάζει  τον  Παναγιώτη.  Του  λέει)
                ΟΙ  ΓΥΝΑΙΚ’  ΑΠΕΣ’  ΘΑ  ΔΙΟΡΘΩΝΑΙ  ΤΑ  ΜΩΡΑ  ΚΑΙ  ΤΗΝ  ΑΝΑΣΤΑ.  ΕΓΩ  ΠΡΕΠ’  ΝΑ                
                      ΠΑΩ  ΣΟ  ΣΠΙΤΙΜ’ ,  ΕΧΩ  ΠΟΛΛΑ  ΔΟΥΛΕΙΑΣ  ΝΑ  ΕΦΤΑΓΩ.

                 (Φεύγει.  Ο  Παναγιώτης  γυρίζει  στο  γαμπρό  του  και  τότε       
                 αντιλαμβάνεται  τη  κατάσταση  του. Τρέχει  κοντά)

ΠΑΝ:   ΠΑΝΤΖΙΚΟ ,  ΡΙΖΑΜ’,  ΝΤΟ  ΕΠΑΘΕΣ; (Τον  βάζει  να  κάτσει  στη  καρέκλα.  Του   
             κάνει  αέρα.)  ΕΛΑ  ΠΕΙΜΕΝ,  ΝΤΟ  ΕΙΣ’ ;
           
            (Ο  Παντζίκος  πιάνει  τον  Παν.  από  το  γιακά   και  του  φωνάζει   
            τρομαγμένος;)

ΠΑΝΤΖ:  ΠΑΤΕΡΑ , ΠΑΤΕΡΑ,  ΠΕΑΤΣ’  ΝΑ  ΣΚΕΠΑΖΝΑΙ  ΤΑ  ΠΑΡΑΘΥΡΑ ,  ΑΤΑ  ΕΛΕΠΝΑΙ  ΤΟ  ΦΩΣ  ΚΑΙ  ΕΡΧΟΥΝΤΑΝ  Α’ΤΟΣΑ  ΠΟΛΛΑ!

(Ο  άλλος    προσπαθεί  να  τον  ηρεμήσει. Ανοίγει  η  πόρτα .Μπαίνουν  μέσα  ο Αλέξης  και ο  παπάς. Οι  δυο  άντρες  δεν  τους  βλέπουν. Ο  Αλέξης  πάει  γρήγορα   κοντά  στον  Παν. Τον  χτυπά  στην  πλάτη)

ΑΛΕΞ:  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ,  ΝΤΟ  ΕΠΑΘΕΝ  Ο  ΠΑΝΤΖΙΚΟΝ  ΚΑΙ  ΣΤΕΞ’  ΑΠΟ  ΠΑΝΑΤ’  Κ’ ΑΝ   (Ο  
              Παναγιώτης  τον  κοιτάζει  ξαφνιασμένος)

ΠΑΝ:  ΔΟΞΑΣΜΈΝΟ  ΤΟ  ΟΝΕΜΑΣ  ΚΎΡΙΕ!  ΑΛΕΞΗ!  ΕΣΚΩΘΕΣ  ΣΟ  ΠΟΔΑΡ’ ;  ΕΝΟΥΣΝΑΙ  ΚΑΛΑ;   
            (Τον  αγκαλιάζει  θερμά.)

ΑΛΕΞ:   ΠΑΛΑΛΟΣ  ΕΙΜΑΙ  ΝΑ  ΑΠΟΘΑΝΩ   ΚΑΙ  ΝΑ  ΧΑΝΩ   Α΄Ι΄ΚΟΝ  ΣΕΙΡ’- Ο  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ  ΝΑ  ΕΦΤΑΕΙ  ΑΕΡΑΝ  ΣΟ  ΓΑΜΠΡΟΝ  ΑΤ’.  ΧΑ!  ΧΑ!  ΧΑ!   ΜΑΣΧΑΡΕΥΩ,  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ!  ΕΓΩ  ΠΑ,  ΑΣΙ  ΧΑΡΑΜ’  ΕΝΟΥΜΝΑΙ  ΚΑΛΑ. ΤΕΡΕΝ   ΤΙΝΑΝ  ΕΦΕΡΑΣΕΝ!  ΕΡΘΕΝ  ΣΟ  ΧΩΡΙΟΝ’ ΕΜΑΣ  Ο  ΠΟΠΑΣ! (Ο άλλος  γυρίζει,  βλέπει  τον  παπά,  πού  εκείνη  την  ώρα  προσπαθεί  να  συνεφέρει  τον  Παντζ.  Πάει  κοντά  ,του  φιλάει  το  χέρι)  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ,  ΑΕΤΣ  ΠΑ  Κ’ΕΙΠΕΣΜΕΝ,  Ο  ΠΑΝΤΖ.  ΝΤΟ  ΕΠΑΘΕΝ;

ΠΑΝ.      ΕΞΕΥΑΝ’ ΑΤΟΝ  ΚΥΡΟΥ  ΑΠΟΣΚΑΛΙΑ.

ΑΛΕΞ.       ΣΩΣΤΑ;  ΕΝΤΟΥΝΕ   ΤΟ  ΜΩΡΟΝ’ ΕΣΑΣ;  ΝΤΟ  ΕΝ;  ΑΓΟΥΡ’ ;  ΚΟΡΙΤΣ’ ;

ΠΑΝ.  (Με  καμάρι)  ΤΡΙΑ   ΑΓΟΥΡΙΑ  ΠΙΡΤΕΝ  ΕΧΟΥΜΕ! 

ΑΛΕΞ.       ΑΚΟΥΣ,   ΠΑΤΕΡ;  ΕΡΘΕΣ  Κ’  ΕΡΘΕΣ,   ΕΞΕΥΕ’ ΣΕΝ  ΔΟΥΛΕΙΑ.  ΤΡΙΑ  ΒΑΠΤΗΣΣΙΑ  ΕΝΤΑΜΑΝ  ΘΑ  ΕΦΤΑΣ.

ΠΑΠΑΣ:   ΕΥΛΟΗΜΕΝΟΣ  Ο  ΚΥΡΙΟΣ!  ΚΑΛΥΤΕΡΟΝ  ΑΣ’ ΑΤΟ,  ΑΛΛΟ  ΝΤΟ  ΘΑ  ΕΚΟΥΓΑ;   ΟΜΟΝ,  ΑΤΩΡΑ,  ΑΣ  ΠΑΜΕ  ΚΑΙ  Σ’  ΑΛΛΑ  ΤΑ   ΣΠΙΤΙΑ.  ΠΡΕΠ’   ΟΛΟΝΟΥΣ  ΝΑ  ΠΡΟΦΤΑΝΟΥΜΕ.  ΤΙΝΑΝ  ΑΠΑΜΕ  ΕΛΕΠΟΜE   ΑΤΩΡΑ;

ΑΛΕΞ:    ΚΑΛΑ   ΛΕΣ,  ΠΑΤΕΡ!  ΘΑ  ΠΑΜΕ  ΣΗ   ΕΛΕΝΗΣ   ΤΟ  ΣΠΙΤ’.  

ΠΑΝ:       ΑΝ  ΠΑΤΕ  ΕΚΕΙ,   ΠΕΕΙ  ΣΟ  ΝΙΚΟΝ,  ΝΑ  ΧΤΥΣ’ ΜΑΣ  ΑΛΗΓΟΡΑ  ΑΛΗΓΟΡΑ,  ΤΡΙΑ   ΚΟΥΝΙΑ.  Κ’  ΕΧΟΥΜΕ,  ΠΟΥ  ΝΑ  ΒΑΛΟΥΜΕ  ΤΑ  ΜΩΡΑ.

ΑΛΕΞ:   Θ’ΑΛΕΓΑΤΩ,  Θ’ΑΛΕΓΑΤΩ!  ΑΙΝΤΕ,  ΓΕΙΑ  ΣΑΣ,  ΠΑΙΔΙΑ!

               (Φεύγουν.  Ο  Παντζίκον,   ζαλισμένος  ακόμα,  τους  κουνάει  το χέρι)

                          
ΠΡΑΞΗ   ΤΡΙΤΗ

ΦΩΝΗ ΑΦΗΓΗ ΕΛΕΝΗ ΕΚΕΙΝΟ ΤΗΝ ΩΡΑ ΕΤΟΥΝ ΕΓΝΕΦΟΣ ΚΑΙ  ΕΚΑΘΟΥΤΟΥΝ ΑΠΑΝ  ΣΟ ΚΡΕΒΑΤ’. ΟΛΟΓΙΟΝ ΝΥΧΤΑΝ ΚΙ’ΕΠΟΡΕΣΕΝ ΝΑ  ΚΟΙΜΑΤΑΙ  ΑΣΗ ΜΕΣΗΣ ΤΑ ΠΟΝΙΑ. ΚΑΙ ΝΑ ΕΤΟΥΝ ΜΟΝΟ ΑΤΟ Η ΣΤΕΝΟΧΟΡΙΑΤΣ’: ΑΔΑ  ΚΑΙ  ΔΥΟ ΜΗΝΑΣ , Ο ΓΙΟΣ’ΑΤΣ’ ,Ο ΝΙΚΟΝ, ΕΦΕΡΕΝ  ΑΠΕΣ  ΣΟ ΣΠΙΤ’ ΝΥΦΕ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΡΩΤΑΤΕΝ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΠΕΡ’ ΤΗ ΜΑΝΑΣΑΤ’  ΤΗΝ ΕΥΧΗΝ, ΕΣΤΕΦΑΝΩΘΕΝ’ΑΤΕΝ  ΣΑ ΜΑΚΡΑ ΚΑΙ ΕΦΕΡΕΝ’ΑΤΕΝ ΣΟ ΧΩΡΙΟΝ.Η ΕΛΕΝΗ ΕΜΑΥΡΙΝΕΝ ΑΣΟ  ΚΑΚΟΝ’ΑΤΣ.ΕΘΑΡΝΕΝ  ΠΩΣ  ΑΤΩΡΑ,  ΟΛ’ ΓΕΛΟΥΝΑ’ΤΕΝ. ΑΝ ΚΑΙ  ΝΤΟ ΕΚΛΕΨΕΝ ΚΑΙ ΕΦΕΡΕΝΑ’ΑΤΕΝ ΑΤΟΣΟΝ  ΚΙ’ΕΠΙΡΑΞΕΝ’ΑΤΕΝ,  ΟΣΟ ΝΤΟ Η ΝΥΦΙΑΤΣ’ ΕΤΟΥΝ ΠΟΛΑ ΚΟΝΤΕΣΑ. ΤΟ ΛΟΓΟΝ ΚΑΝΕΙΣ  ΚΙ’ΕΠΟΡΕΣΕΝ ΝΑ ΕΓΡΙΚΑ , ΕΚΕΙΝΕ ΕΚΡΑΤΝΕΝ’ΑΤΟ  ΚΡΥΦΩΝ ΚΑΙ ΣΗ ΚΑΝΕΝΑΝ ΚΙ ΕΦΑΝΕΡΩΝΕΝ’ΑΤΟ.


(Το  σπίτι   της  θείας  Ελένης  και  του  Νίκου. Η  Ελένη  είναι   ξαπλωμένη  στο  καναπέ  με  μαξιλάρια  γύρο  της.  Από  το  δωμάτιο  βγαίνει  ο  Νίκος  και  κοιτάζει  γύρω  του,  σαν  να  ψάχνει  κάποιον)

ΕΛΕΝΗ:  ΑΚΟΜΑΝ  Κ’ ΕΠΡΟΦΤΑΣΕΣ  ΝΑ  ΣΚΟΥΣΕ  Α’ ΣΟ  ΚΡΕΒΑΤ’,  ΤΗ  ΓΑΡΗΣ   ΑΡΑΕΨ’.   ΟΛΟΓΙΟΝ  ΝΥΧΤΑΝ    ΕΝΤΑΜΑΝ   ΕΣΤΕΙΝ,  ΠΟΤΕ  ΕΡΟΘΥΜΕΣΕΣ’ ΑΤΕΝ;

ΝΙΚΟΣ:  (Δυσαρεστημένα)     ΜΑΝΑ,  ΠΡΩΙ  ΠΡΩΙ,  ΞΑΝ’  ΤΕΣΑ  ΕΡΧΙΝΕΣΕΣ;

ΕΛΕΝΗ:  ΠΩΣ  ΝΑ  ΜΗΝ  ΑΡΧΙΝΩ;   ΕΛΙΓΟΝ  ΕΤΟΥΝΕ  ΑΤΟ  ΝΤΟ  ΕΠΟΙΚΕΣ’ ΜΕΝ;  ΠΟΙΟΝ  ΠΑΙΔΙΝ  ΦΕΡ’  ΣΟ  ΣΠΙΤ’  ΓΥΝΑΙΚΑΝ   ΧΩΡΙΣ  ΝΑ  ΡΩΤΑ  ΤΗ  ΜΑΝΑΝ’ AT’;  ΕΣΤΕΦΑΝΟΘΕΣ’ ΑΤΕΝ  ΜΑΝΑΧΟΣ   ΣΑ  ΞΕΝΑ  ΜΕΡΙΑ  ΚΑΙ  ΕΤΟΙΜΕΣΑ  ΝΥΦΕ,  ΕΦΕΡΕΣ’ ΑΤΕΝ.  ΕΞΕΡΤΣ’  ΟΤΙ  ΕΓΩ  ΕΝΤΡΕΠΟΜΑΙ  ΝΑ  ΕΒΓΑΙΝΩ  ΕΞ’   ΓΙΑΤΙ  ΟΛ’ ΟΙ  ΧΩΡΕΤΕΣ  ΜΕΤ’  ΕΜΕΝ   ΓΕΛΟΥΝ.        

ΝΙΚΟΣ:   ΜΑΝΑ,  ΕΣΥ,  ΑΔΑ  Κ’  ΕΝΑΝ   ΜΗΝΑΝ,  ΕΞ’  Κ’  ΕΒΓΑΙΝΤΣ’ ΚΑΙ  ΚΑΝΕΙΣ   ΠΑ  ΤΟ  ΖΟΡΝ’ ΕΜΑΣ  Κ’ ΕΣΣ!

                (Απ’  έξω   ακούγεται  η  φωνή  της  Ευτέρπης;)

ΕΥΤΕΡΠΗ:   ΕΛΕΝΗ,  ΕΛΕΝΗ,  ΑΠΕΣ  ΕΙΣΑΙ;

ΕΛΕΝΗ:  ΕΛΑ,  ΑΔΑ  ΕΙΜΑΙ!  ( Έρχεται  μέσα  η  Ευτέρπη.Κραταει ενα πιατο στα χερια της) ΝΕ΄Ι΄ΣΑ,  ΠΟΥ ΘΕΛΤΣ  ΝΑ  ΕΙΜΑΙ  ΜΕΤ’   Α΄Ι΄ΚΟΝ  ΜΕΣΗΝ;  Κ’  ΕΞΕΡΤΣ’  ΜΙ,  ΝΤΟ   ΝΑ  ΛΑΤΑΡΙΖΩ   Κ’ ΕΠΟΡΩ,  Α  ΣΗ  ΜΕΣΗΣ  ΤΑ  ΠΟΝΙΑ.  ΑΤΟ,  ΠΟΥ  ΚΡΑΤΕΙΣ  ΣΑ  ΧΕΡΙΑ,  ΝΤΟ  ΕΝ’;

ΕΥΤΕΡΠΗ:  ΕΦΕΡΑ  ΟΠΙΣ’  ΤΟ  ΞΙΓΑΛΑΝ,  ΝΤΟ  ΕΠΗΡΑ  ΕΜΠΡΟΜΕΡΑΝ!

ΕΛΕΝΗ:   ΓΙΑ,  ΦΕΡΕΝ,  ΑΣ  ΤΕΡΩ!  (Παίρνει  από  τα  χέρια  της  Ευτέρπης  το  τσανάκι  πού  κρατάει.  Το  μυρίζεται,  το  δοκιμάζει και υστερα λεει:)  ΞΙΓΑΛΑΝ  ΕΝ  ΑΤΟ  ,  ΓΙΑ  ΤΑΝ;

ΕΥΤΕΡΠΗ:   ΠΩΣ  ΕΝ  ΤΑΝ;  ΑΣ’  ΕΣΟΝ  ΤΟ  ΞΙΓΑΛΑΝ  ΕΠΟΙΚ’ ΑΤΟ!

ΕΛΕΝΗ:      ΕΓΩ  ΛΕΩ,  ΤΑΝ  ΕΝ’!

ΕΥΤ:   ΘΑ  ΠΑΛΑΛΟΝΤΣ’ ΜΕΝ  ΕΣΥ!  ΝΙΚΟ,  ΡΙΖΑΜ’,  ΕΛΑ   ΝΑ  ΤΡΩΣ  ΕΛΙΓΟΝ  ΚΑΙ   ΝΑ  ΛΕΣ  ΜΑΣ   ΝΤΟ   ΕΝ’   ΑΤΟ;

ΝΙΚΟΣ:     (Αδειάζει,  λίγο,   λίγο,  το  περιεχόμενο  του  πιάτου. Το  τελειώνει και                          λέει;)  ΝΑ  ΛΕΓΩ  ΣΑΣ  ΝΤΟ  ΕΤΟΥΝ  Κ’ ΕΞΕΡΩ.  ΟΜΟΝ  ΟΤΙ  ΚΑΙ ΝΑ   ΕΤΟΝ’,  ΝΟΣΤΙΜΟΝ  ΕΝ’. (Γελώντας,  βγαίνει  έξω )

ΕΛΕΝΗ:     ( Χαμογελώντας )  ΕΙΔΕΣ  ΠΩΣ    ΕΠΟΙΚΕΝ’  ΜΑΣ;   ΚΑΛΑ  ΝΑ  ΠΑΘΑΝΟΜΑΙ!  (Τραβάει  την  άλλη  από  το  μανίκι)  ΕΥΤΕΡΠΗ,  ΑΤΩΡΑ,  ΠΟΥ  ΕΣΝΕ  ΕΞ’,  ΠΟΥΘΕΝ  ΕΙΔΕΣ   ΤΗΝ  ΑΛΛΕΝΑN;

ΕΥΤ:           ΤΙΝΑΝ  ΝΑ  ΕΛΕΠΩ;

ΕΛΕΝΗ:     ΕΞΕΡΤΣ,   ΤΙΝΑΝ!

ΕΥΤ:           ( Ελαφρώς  θυμωμένη;)   Α,   ΕΛΕΝΗ,  ΕΚΑΝΕΘΕ’ ΣΕΝ!  Ο, ΤΙ   ΕΝΤΟΥΝΕ,  ΕΝΤΟΥΝΕ.  ΝΤΟ  ΕΧΕΙ  ΤΟ  ΚΟΡΙΤΣ’  Κ’ ΑΛΛΟ  ΚΙ’  ΣΤΕΞ’.  ΟΠΩΣ   ΚΡΟΜΥΔΙΤΣΑ  ΣΤΕΚ’.  ΚΑΙ   ΠΡΟΚΟΜΕΝΤΣΑ  ΕΝ’,  ΚΑΙ   ΤΟ  ΚΑΤΣΟΠΟΝ’ ΑΤΣ’   ΠΑΝΤΑ  ΓΕΛΑΣΤΟ. ΤΟ  ΝΙΚΟΝ,  ΑΠΕΣ  ΣΟ  ΜΑΤΙΑ  ΤΕΡΙΑ’  ΤΟΝ.   ΕΣΥ  ΠΑ,   ΟΥΤΕ   ΤΟ  ΟΝΟΜΑΝ’ ΑΤΣ’  ΚΙ ΘΕΛΤΣ’  ΝΑ  ΛΕΣ!
 
ΕΛΕΝΗ:    ΚΑΛΑ  ΛΕΣ’ ΑΤΑ  ΕΥΤΕΡΠΗ!   ΟΜΩΝ  ΑΤΟ  ΝΤΟ   ΕΠΟΙΚΕ’ ΜΕΝ  Ο  ΓΙΟΜ’, ΣΩΣΤΟΝ  Κ’ ΕΝ.  ΕΣΕΒΑΜΕ  Σ’ ΑΝΘΡΩΠΙΩΝ  ΚΑΙ  ΣΗ  ΤΣΙΤΑΚΙΝΑΣ  ΤΑ  ΣΤΟΜΑΤΑ.

ΕΥΤ:          ΕΣΕΝΑ   ΑΤΩΡΑ,  ΠΟΙΟΣ  ΚΙ  ΑΛΛΟ   ΠΟΛΛΑ   ΕΠΕΙΡΑΞ’ ΕΣΕΝ’,   ΟΙ  ΑΝΘΡΩΠ’,    ΓΙΑ  Η  ΤΣΙΤΑΚΙΝΑ;

ΕΛΕΝΗ:   ΚΑΠΟΤΕ  ΕΓΕΛΑΝΑ  ΜΕ  ΤΗ  ΤΣΙΤΑΚΙΝΑΣ  ΤΟ  ΓΙΟΝ,  ΠΟΛΛΑ  ΚΟΝΤΟΣ  ΝΤΟ  ΕΤΟΥΝ’,  ΚΑΙ  ΑΤΩΡΑ   Η  ΤΣΙΤΑΚΙΝΑ  ΕΠΟΙΚΕΝ  ΝΥΦΕΝ,   ΠΟΥ  ΠΕΡΑΝ’  ΤΟ  ΓΙΟΝΑΤΣ  ΕΝΑΝ  ΚΕΦΑΛ’.  ΤΕΜΟΝ    ΠΑ  Ο  ΝΙΚΟΝ,  ΠΟΥ  ΕΝ   ΔΥΟ  ΜΕΤΡΑ  ΑΝΤΡΑΣ,  ΕΠΕΙΡΕΝ  ΓΥΝΑΙΚΑΝ,  ΣΟ  ΚΟΛΝΤΟΥΚΝ’ ΑΤ’   ΠΑ  Κ’  ΕΦΤΑΝ’;
  
ΕΥΤ:         Η  ΤΣΙΤΑΚΙΝΑ  ΠΑ,  ΑΤΟ  ΕΙΠΕΝ:   ΤΗ  ΕΛΕΝΗΣ  Η  ΝΥΦΕ   ΟΛΟ΄Ι΄ΣΑ  ΣΟ  ΤΟΛΑΠ’  ΑΠΕΣ  ΕΧΩΡΕΙ!

ΕΛΕΝΗ:       (Αγριεμένη,    πετάγεται  πάνω)
                         ΠΩΣ  ΕΙΠΕΝ  Η  ΤΣΙΤΑΚΙΝΑ   ΓΙΑ  Τ’  ΕΜΟΝ  ΤΗ   ΣΟΦΟΥΛΑΝ;  ΝΑ  ΕΛΕΠ’  ΝΤΟ  ΘΑ  ΠΑΘΑΝ,  ΑΜΑ  ΡΟΥΖ’  ΣΑ  ΧΕΡΙΑΜ’!   ΕΠΟΙΚΕΝ  ΝΥΦΕ,  ΟΣΟΝ  ΕΝΑΝ   ΚΑΜΕΛ,  ΚΑΙ  ΚΑΤ’  ΕΣΟΧΡΕΨΕΝ.  Η  ΝΥΦΙΤΣΑ  Μ’,   ΑΣ   ΕΡΘΕΝ  Κ’ ΑΝ,  ΟΥΤΕ   ΕΝΑΝ  ΧΟΧΟΛ     Κ’ ΕΦΙΚΕΜΕΝ  ΝΑ  ΣΚΩΝΩ.  ΚΑΘΑΝ   ΦΟΡΑ,   ΠΟΥ  ΠΙΑΝ’ ΜΕΝ  ΤΗ  ΜΕΣΗΣ  Ο  ΠΟΝΟΝ,  ΕΡΤΕ   ΤΡΥΦ’  ΤΗ   ΡΑΣΣΑΜ’  ΚΑΙ  ΒΑΛΜΕΝ  ΜΑΞΙΛΑΡΙΑ. ΕΓΩ   ΠΑ,  Η  ΖΑΝΤΕΝΑ,  ΓΙΑ  ΤΗ  ΤΣΙΤΑΚΙΝΑ  ΚΑΙ  ΜΟΝΟΝ ,  ΑΤΟΣΟΝ  ΚΑΙΡΟ,   ΤΥΡΙΑΝΝΙΖΩ  ΤΟ   ΚΟΡΙΤΣ’.  ΑΜΑ  ΟΠΩΣ   ΕΙΠΕΣ  Κ’  ΕΣΥ,  ΕΥΤΕΡΠΗ,  ΕΚΑΝΕΘΕ’  ΜΕΝ.  ΑΤΩΡΑ,  ΘΑ  ΕΛΕΨ’  ΝΤΟ  ΘΑ  ΕΦΤΑΓΩ.  ΝΙΚΟ,  ΝΙΚΟ!
                   (Έρχεται  μέσα  ο γιός της ) 
                         ΓΙΑ  ΦΕΡΕΝ  ΑΠΕΣ  ΤΗ  ΣΟΦΟΥΛΑ  
                   (Η ίδια  πάει   στη   κάμαρη  της  και  φέρνει    μέσα   ένα  μεγάλο  όμορφο μαντίλι. Μπαίνουν   τα   παιδία.  Σιμώνουν   κοντά  στην  Ελένη.  Εκείνη   ρίχνει  το  μαντίλι  στους   ώμους  της   Σοφούλας. Ύστερα   της  βάζει   στα   αφτιά   σκουλαρίκια,  πού  τα  έχει  στη  χούφτα.  Καμαρώνει  για  λίγη  ώρα  τη  νύφη  της)                  
                          ΝΤ’  ΕΜΟΡΦΑ   ΟΛΑ  ΙΕΨΑΝΕ’  ΣΕΝ  ΡΙΖΑΜ’ (Γυρίζει  στο Νίκο)
                   ΓΙΑ   ΕΛΑ   ΑΔΑ’ΚΑ,  ΝΙΚΟ!  ΕΠΑΡ’  ΤΙ  ΓΑΡΙΣ  ΚΑΙ  ΔΕΒΑΤΕ  ΝΑ  ΛΑΣΚΟΥΣΤΙΝ.  ΑΣ’   
                         ΕΦΕΡΕΣ’ ΑΤΕΝ  Κ’ ΑΝ  Σ’ ΟΣΠΙΤ’,  ΜΙΑΝ  ΠΟΥΘΕΝΑ  Κ’ ΕΒΓΑΛΕΣ’ ΑΤΕΝ  ΝΑ  ΠΑΤΕ. ΑΙΝΤΕ,  ΕΠΑΡ’ ΤΕΝ,  ΚΑΙ  ΔΕΒΑΤΕ  ΣΗ  ΘΕΙΑ  ΤΗ  ΜΑΡΙΑ.
 
ΣΟΦΟΥΛΑ:  ΜΑΝΑ,  ΜΕ  ΤΗ  ΜΕΣΗΣ ΤΑ ΠΟΝΙΑ  ΠΟΥ  ΕΧΕΙΣ,  ΠΩΣ  ΘΑ  ΑΦΗΝΟΜΕ’ ΣΕΝ
                                ΚΑΙ  ΠΑΜΕ;

ΕΛΕΝΗ:        ΤΑ  ΜΕΣΑΜ  ΤΗΔΕΝ  ΠΑ  Κ’  ΕΧΝΑΙ,  ΤΣΙΠ  ΚΑΛΑ  ΕΙΝΑΙ.  ΔΕΒΑΤΕ,  ΚΑΙ   ΤΕΡΕΝ,  ΝΙΚΟ,  ΟΠΩΣ  ΠΑΤΕ,  Α’ ΣΗ   ΤΣΙΤΑΚΙΝΑΣ  ΤΟ  ΣΠΙΤ’  ΕΜΠΡΟΣΤΑ  ΝΑ  ΠΕΡΑΝΕΤΑΙ.  ΚΑΙ  ΤΕΡΕΣΤΕ,  ΟΤΑΝ  ΓΥΡΙΖΕΤΕ,  ΞΑΝ’  Α’ ΣΟ   ΣΠΙΤ’ ΝΑΤΣ’   Κ’ ΕΚΑ  ΝΑ  ΠΕΡΑΝΕΤΑΙ.                     
                       (Το  ζευγάρι    φεύγει)

ΕΥΤ:             Η  ΤΣΙΤΑΚΙΝΑ, ΑΜΑ  ΕΛΕΠ’ ΑΤΣ’,   ΘΑ  ΣΠΑΝΙΑΕΤΕ  Α’ ΣΗ ΚΟΥΣΚΟΥΝΙΑΝ.   

ΕΛΕΝΗ:      ΛΑΣΣ    ΣΠΑΝΙΑΕΤΕ!
                      
                     (Πάνω  στα  λόγια  της  ,  μπαίνουν, ο  Αλέξης  και  ο  παπά  Χ αρ.)
                     
ΑΛΕΞΗΣ:    ΠΟΙΟΣ,  ΘΕΛΤΣ’  ΝΑ  ΠΑΘΑΝ’,   Α΄Ι΄ΚΟΝ  ΚΑΚΟΝ,  ΕΛΕΝΗ;

                     (Η    γυναίκα  μόλις  βλέπει   τον  Αλέξη,  τρέχει  χαρούμενη   κοντά )                   
ΕΛΕΝΗ:      ΑΧ,   ΑΛΕΞΗ,   ΠΟΣΟ  ΧΑΙΡΟΜΑΙ   ΠΟΥ   ΕΛΕΠΟ΄   ΣΕΝ.  ΑΤΟΣΟΝ   ΚΑΙΡΟΝ,  ΕΙΧΑ   ΤΗ   ΜΕΣΗ΄Μ,   ΝΑ  ΕΡΧΟΥΜΝΑΙ    ΕΥΡΙΚΑ΄ ΣΕ     Κ΄ΕΠΟΡΕΣΑ.  ΠΡΩΙ, ΒΡΑΔΥ,  ΕΠΟΙΝΑ  ΤΗΝ  ΠΡΟΣΕΥΧΗ  Μ’ ,  ΝΑ   ΓΙΝΕΣΕ  ΓΡΗΓΟΡΑ   ΚΑΛΑ.
                     (Εκείνη  τη  στιγμή   αντιλαμβάνεται  τη  παρουσία  του  παπά;)
                     ΑΛΕΞΗ,  ΑΤΟΣ   ΜΕΤ’  ΕΣΕΝΑ  ΠΟΙΟΣ   ΕΝ’;

ΑΛΕΞ:         ΝΑ   ΧΑΙΡΕΣΑΙ,   ΔΙΠΛΑ,  ΕΛΕΝΗ. ΑΤΟΣ  ΕΝ’  Ο  ΠΟΠΑΣ, ΠΟΥ  ΕΣΤΕΙΛΑΝ’   ΕΜΑΣ  ΣΟ  ΧΩΡΙΟΝ.  ΑΠ’ ΑΔΑ  ΚΑΙ  ΠΕΡΑ,  ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ  Τ’  ΕΜΕΤΕΡΟΝ  ΠΟΠΑΝ!
                     (Οι  δύο  γυναίκες, με  τη  σειρά,  φιλάνε  το  χέρι  του  παπά)
                     ΕΜΕΙΣ  ΜΕ  ΤΟ  ΠΑΤΕΡΑ  ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΝ,  ΓΥΡΙΖΟΜΕ  ΟΛΟ  ΤΟ  ΧΩΡΙΟΝ,  ΝΑ  ΕΛΕΨ’  ΣΑΣ  Ο  ΠΟΠΑΣ  ΚΑΙ   ΝΑ ΕΛΕΠΕΤ’ ΑΤΟΝ   Κ’  ΕΣΕΙΣ.  ΑΠ’ ΑΔΑ  ΘΑ  ΠΑΜΕ  ΣΗ   ΣΥΜΠΕΘΕΡΑΝ  ΤΗΝ  ΔΕΣΠΩ.  Α,  ΕΛΕΝΗ,  ΘΑ  ΕΝΑΣΠΑΛΝΑ  ΝΑ  ΕΛΕΓΑ’  ΣΕΝ! ΠΕΕΙ  ΣΟ  ΝΙΚΟΝ,  ΝΑ  ΧΤΙΖ΄ ΤΡΙΑ   ΚΟΥΝΙΆ ,  ΓΙΑ  ΤΗ   ΑΝΑΣΤΑΣ  ΤΑ  ΤΡΙΔΥΜΑΡΙΑ,  ΤΑ  ΑΓΟΥΡΙΑ.

ΕΛΕΝΗ:      ΤΡΙΑ  ΜΩΡΑ,  ΕΝΤΑΜΑ;

ΑΛΕΞΗΣ:   ΝΑΙ.  ΚΑΙ  ΘΑ  ΛΕΓΟΣΕΝ  ΚΑΤ  ΝΑ  ΓΕΛΑΣ,  Ο  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ  ΜΕ  ΤΟΝ  ΠΑΝΤΖΙΚΟΝ  Α’  ΣΟ  ΠΟΛΛΑ  ΧΑΡΑΝ,  ΙΕΨΑΝ,  ΚΑΙ  ΑΤΟΣΟΝ  ΑΓΑΠΗΜΕΝ   ΕΝΤΑΝΕ,  ΓΟΥΕΨ’  ΝΑ  ΤΕΡΙΣ’  ΑΤΣ’!   ΑΤΩΡΑ,  ΕΣΥ  ΠΑ  ΤΕΡΕΝ,  ΝΑ  ΙΕΨ’  ΜΕΤ’  ΕΣΟΝ  ΤΗ  ΝΥΦΕΝ,  ΝΑ   ΧΑΙΡΟΥΜΑΙ   ΓΙΑ  Τ’ ΕΣΑΣ  ΠΑ.

ΕΛΕΝΗ:      Ε,  ΑΤΟ  ΕΝΤΟΥΝ  ΚΙΟΛΑΣ!

ΑΛΕΞΗΣ:   ΕΜΟΡΦΑ,  ΕΜΟΡΦΑ.  ΕΜΕΙΣ  ΑΤΩΡΑ  ΑΣ  ΠΑΜΕ   ΣΗ  ΔΕΣΠΩΝ, Ο  ΣΤΑΥΡΙΚΟΝ  ΠΕΡΜΕΝ’  ΜΑΣ.
                     (Οι  γυναίκες  φιλούν  το  χέρι  του  παπά,   και  οι  άντρες φεύγουν)


ΠΡΑΞΗ    ΤΕΤΑΡΤΗ

ΦΩΝΗ ΑΦΗΓ:ΠΡΙΝ ΕΝΑΝ ΜΗΝΑ Η ΔΕΣΠΩ ΕΣΤΗΛΕΝ ΤΟΝ ΣΑΥΡΙΚΟΝ
                          ΣΗ ΠΟΛΗΤΕΙΑ ΤΑΧΑΜ’  ΝΑ ΕΦΤΑ’Ι’  ΚΑΤ’ ΔΟΥΛΕΙΑΣ.
                              Ο ΣΚΟΠΟΣΑΤΣ’ ΕΤΟΥΝ, Η ΞΑΔΕΛΦΙΑΤΣ’ ΕΚΕΙ, Η ΜΕΛΠΩ,
                           ΚΑΤ’ ΝΑ ΕΦΤΑΊ’ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΝΤΟΥΡΕΒΙΑ’ΤΟΝ, ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΥ’ ΤΗ  ΑΝΤΡΟΥΓΑΤΣ’ ΤΗ ΑΝΕΨΣΑ ΚΑΙ ΑΕΤΣ’ ΝΑ
                         ΑΠΙΔΑΒΕΝ  ΤΗ ΠΑΝΑ’Ι’ΛΑΝ.Ο ΣΤΑΥΡΟΝ ΕΚΑΤΣΕΝ ΕΚΕΙ
                           ΤΕΣΣΕΡΑ ΕΥΔΟΜΑΔΑΣ, ΙΣΑ-ΙΣΑ ΝΑΗΣΥΧΑΖ’ Η ΜΑΝΑΤ’
                          ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΑ ΕΓΗΡΤΣΕΝ ΟΠΙΣ. ΟΤΑΝ ΕΓΡΙΞΕΝ Η ΔΕΣΠΩ
                          ΠΩΣ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟΝΑΤΣ’ ΚΙ’ΕΝΤΟΥΝΑΙ, ΕΣ  ΚΙ’ΕΤΡΩΕΝ ΑΠΟ-
                               ΠΑΝΑΤΣ’.

(Το  σπίτι   του  Στάυρου. Ο  Σταύρος  κάθεται   κοντά  στο  παράθυρο,  κρατάει  στα
χέρια  του  τη  λύρα,  την  γρατζουνάει  σιγά  σιγά. Μπαίνει  μέσα  η  Δέσπω.  Κρατάει  ένα  πιάτο  με  τσιριχτά.  Το  αφήνει  στο  τραπέζι. Γυρίζει  προς  τον  γιό
της  και  τον  κοιτάει   επίμονα. Εκείνος   αδιαφορεί. Η  Δέσπω  δεν  αντέχει  και 
ξεσπάει.)

ΔΕΣΠΩ:        ΑΤΟ  Η  ΔΟΥΛΙΑ  ΘΑ  ΕΙΝΑΙΤΑΙ  ΑΠ’ ΑΔΑ  ΚΑΙ  ΠΕΡΑ;..ΑΛΛΟ
                        ΚΙ’Α  ΟΜΙΛΑΣΜΕΝ; ΝΤΟ  ΕΠΑΘΕΣ  ΚΑΙ  ΤΗΔΕΝ  ΚΙ’  ΛΕΣ;
                        ΕΚΟΠΕΝ   Η  ΛΑΛΙΑ’Σ;

ΣΤΑΥΡΟΣ:        ΚΑΙ  ΝΤΟ  ΝΑ  ΛΕΓΩ;  ΟΤΙ  ΚΑΙ  ΝΑ ΛΕΓΩ’ΣΕΝ ,  ΕΣΥ
                           Ν’ΑΚΟΥΣΑ’ΤΑ  ΚΙ’ΘΕΛΤΣ’.  (Τα  λέει  αυτά  χωρίς  να  κοιτάει
                           τη   μάνα  του)

ΔΕΣΠΩ:             ΕΓΡΙΞΑ,  ΞΑΝ’  ΣΙ  ΠΑΝΑΙ’ΛΑΣ  ΤΗ  ΛΟΓΑΡΙΑΝ   ΕΓΥΡΤΣ’ΜΕ.                                         
                                  ΠΟΣΑ  ΦΟΡΑΣ  ΘΑ  ΛΕΓΩ’  ΣΕΝ,  ΤΗ  ΠΑΝΑΙ’ΛΑΝ  ΝΥΦΕ   ΚΙ’ ΕΦΤΑΓΑΤΕΝ.

ΣΤΑΥΡΟΣ:           ΚΑΙ  Ο  ΛΟΓΟΣ   ΠΟΙΟΣ  ΕΝ;  ΕΧΕΙ  ΚΑΤ’  ΚΟΥΣΟΥΡ’  ΤΟ
                            ΚΟΡΙΤ’Σ  ;  Σ’  ΟΛΟΝ  ΤΟ  ΧΩΡΙΟΝ  ΕΝ  ΚΑΠΟΙΟΣ  Α’ΤΟΣΟΝ
                            ΠΡΟΚΟΜΕΝΤΣΑ  ΚΑΙ  ΦΡΟΝΗΜΕΣΑ  ΟΣΟ  Η  ΠΑΝΑ’Ι’ΛΑ;
                             ΕΠΕΙΔΗ  ΔΕΛΙΑΣΚΕΤΑΙ  Η  ΓΛΩΣΣΑ’ΤΣ’  ΕΝΤΟΥΝ  ΑΧΡΗΣΤΕΣΑ;                                            
                            ΑΜΑ,  ΕΣΕΙΣ,  Η  ΜΑΝΑΔΕΣ,  ΠΟΥ  ΕΧΕΤΑΙ  ΓΙΟΥΣ
                            ΟΛ’  ΕΝΑΝ  ΛΟΓΙΕΝ  ΕΙΣΤΕΝ,  ΚΑΝΕΝΑΝ  ΝΥΦΕΝ  ΚΙ’ΠΕΓΝΕΥΚΟΥΣ’ΤΟΥΝ.                          
                             ΤΗΝ  ΑΝΑΣΤΑ,  ΠΡΙΝ  ΑΝΤΡΕΙΖ’  ΚΙ’  ΕΠΕΡΝΑΝ’ΑΤΕΝ,  ΓΙΑΤΙ  ΕΤΟΝ  ΠΟΛΛΑ 
                            ΤΑΠΙΝΕ’ΣΑ   ΚΑΙ   ΤΑ  ΤΣΙΤΣΙΑΤΣ  ΕΣΑΝ  ΜΙΚΡΑ. ΕΙΔΕΣ’ΑΤΕΝ  ΑΤΩΡΑ; ΤΡΙΑ
                            ΑΓΟΥΡΙΑ  ΠΙΡΤΕΜ’  ΕΠΟΙΚΕΝ.  ΑΜ,  Η  ΣΟΦΟΥΛΑ  ΤΗ  ΝΙΚΟΥ;  ΚΟΝΤΕΣΣΑ,  
                           ΞΕΚΟΝΤΕΣΣΑ,  ΕΝΑΝ  ΤΗ  ΘΕΙΑ  ΤΗ  ΕΛΕΝΗ,  ΣΑΝ  ΜΩΡΟ,  ΚΑΛΟΤΕΡΙΑ’ΤΕΝ. ΜΑΝΑ,
                               ΝΑ  ΕΞΕΡ’ΤΣ’,  ΕΓΩ  ΤΗΝ  ΠΑΝΑ’Ι’ΛΑ,  Α’ΕΡΤΑΙ  ΚΑΙΡΟΣ,  Α’ΠΕΡΑΤ’ΕΝ,  ΟΝΤΙ  ΚΑΙ   
                           ΝΑ  ΛΕΣ  ΕΣΥ.

ΔΕΣΠΩ:            ΤΗ  ΠΑΝΑ’Ι΄ΛΑ  ΘΑ  ΠΕΡΤΣ’ΑΤΕΝ  ΜΟΝΟ  ΑΝ  ΕΙΝΕΤΑΙ
                           ΤΡΑΝΟΝ   ΘΑΜΑΝ  ΣΟ  ΚΟΣΜΟΝ. ΚΑΙ  ΑΛΛΟ  ΓΙΑ  Τ’ΑΤΟ
                            ΤΗ  ΔΟΥΛΙΑΝ  ΚΑΛΑΤΣΙΑΣ  ΚΙ’ΘΕΛΩ;  (Κτυπάει  κάποιος  τη
                     πόρτα.  Η  Δέσπω  πηγαίνοντας  προς  αυτή,  λέει;)
                     ΛΕΣ,  ΝΑ  ΕΙΝΑΙ,  Ο  ΑΛΕΞΗΣ  ΜΕ  ΤΟΝ  ΠΟΠΑ;( Ανοίγει  τη
                    πόρτα.  Μέσα  έρχονται  ο Φιλίκον  και  ο  Στελίκον. Είναι  δύο
                    αντρες  απροσδιόριστης  ηλικίας. Φοράνε  παλιά  και  μπαλώμένα                             
                    ρούχα. Είναι  φανερό  πως  έχουν  να  πλυθούν  αρκετές
                    βδομάδες.  Τα  πρόσωπα  τους  δείχνουν  άτομα, πού   δεν
                    είναι  και  τόσο  έξυπνα. Βγάζουν  τα καπέλα  τους  και  χαιρετούν
                    με  μια  φωνή;)
ΦΙΛ.ΣΤΕ:       ΚΑΛΗΜΕΡΑ,  ΘΕΙΑ  ΔΕΣΠΩ, ΚΑΛΗΜΕΡΑ  ΣΤΑΥΡΙΚΟ!
                       ( Ο  Σταυρος  τους   γνέφει  με  το  κεφάλι,  η  Δέσπω  τους
                        κοιτάει  με  υποψία.)
ΔΕΣΠΩ:         ΚΑΛΗΜΕΡΑ  ΚΑΙ  ΣΕ  ΣΑΣ. ΠΩΣ   ΚΙ΄ ΕΣΚΟΘΕΤΑΙ  ΑΈΤΣ
                               ΝΩΡΙΣ  Ο’ΣΗΜΕΡΟΝ.  ΕΣΕΙΣ,  ΑΝ  ΚΙ’ΠΑΕΙ  ΜΕΣΗΜΕΡ’,
                               Α’ΣΟ  ΚΡΕΒΑΤ’  ΚΙ΄ ΣΚΟΥΣΤΕΙΝ;

ΣΤΕΛ:           ΕΧΟΥΜΑΙ   ΚΑΤ’  ΔΟΥΛΕΙΑΣ  ΜΕ  ΤΟΝ  ΣΤΑΥΡΙΚΟΝ.

ΦΙΛ:                   ΝΑΙ,  ΝΑΙ.  ΚΑΤ’  ΔΟΥΛΕΙΑΣ  ΜΕ  ΤΟ  ΣΤΑΥΡΙΚΟΝ…

ΔΕΣΠΩ:        ΝΤΟ  ΔΟΥΛΕΙΑΣ  ΛΕΤΕ’ΜΕΝ.  ΕΣΕΙΣ   ΕΞΟΝ  Α’ΣΟ  ΤΕΜΠΕΛΟΥΚ’                             
                               ΚΑΙ  Α’ΣΟ  ΚΛΕΨΙΟΝ,  ΑΛΛΟ  ΤΗΔΕΝ  ΝΑ  ΕΦΤΑΤΕ  Κ’ΕΞΕΡΕΤΕ.

ΣΤΕΛ.ΦΙΛ.:  ΕΜΕΙΣ,   ΚΛΕΨΙΟΝ;  ΠΟΤΕ  ΕΚΛΕΨΑΜΕ  ΕΜΕΙΣ;

ΔΕΣΠΩ:       ΤΗ  ΚΕΡΕΚΙΤ’ΣΑΣ  ΤΟ   ΤΣΟΡΤΑΝ’,  ΠΟΙΟΣ  ΕΠΗΡΕΝ’ΑΤΟ
                             Α’ΠΕΣ  Α’ΣΗΝ  ΑΥΛΗΝ’ΑΤΣ’ ; ΕΣΕΙΣ  ΚΙ’ΕΣΤΟΥΝ;

ΣΤΕΛ:                ΕΠΗΡΑΜΑ  ΤΟ,  ΝΑΙ,  ΑΜΑ  ΟΧΙ  ΚΑΙ  ΝΑ   ΚΛΕΦΩΜΑ   ΤΟ!
                          
ΔΕΣΠΩ:       ΚΑΙ  ΤΟΤΕ,  ΠΩΣ  ΕΝΤΟΥΝ  Η  ΔΟΥΛΕΙΑ;

ΦΙΛ:            Ε, ΝΑ,  ΕΚΕΙΝΟ  ΤΗΝ  ΗΜΕΡΑΝ,  Η  ΜΑΝΑ  ΜΑΣ,  ΕΙΠΕΝ  ΝΑ
                          ΠΑΜΕ  Σ’ΟΡΜΑΝ,  ΝΑ  ΜΑΖΕΥΟΥΜΕ  ΚΡΑΝΙΑ. ΕΜΑΖΕΨΑΜΕ
                          ΣΟ  ΚΑΛΑΘ’  ΚΡΑΝΙΑ  ΚΑΙ  ΕΓΥΡΤΣΑΜΕ  ΣΟ ΧΩΡΙΟΝ.
                          ΟΤΑΝ  ΕΦΤΑΣΑ΄ΜΕ  ΣΗ  ΚΕΡΕΚΙΤΣΑΣ   ΣΟ   ΣΠΙΤ΄  ΚΙ’ ΚΑ
                          ΕΔΙΨΑΣΑΜΕ,  ΕΣΕΒΑΜΕ  ΣΗΝ  ΑΥΛΗΝ  ΝΑ  ΨΑΛΑΦΟΥΜΕ
                          ΝΕΡΟΝ.  ΕΞΩ΄ΚΑ  ΕΚΡΕΜΑΓΟΥ΄ΣΑΝ  ΤΑ  ΤΣΟΡΤΑΝΙΑ.
                          ΕΦΕΚΑΜΕ   ΤΟ  ΚΑΛΑΘ’  ΑΠ΄ ΑΦΚΑ  ΚΑΙ  ΕΠΗΡΑΜΕ   Α΄ΣΟ
                          ΠΕΓΑΔ΄  ΝΕΡΟ  ΚΑΙ  ΕΠΗΓΑΜΕ , ΓΙΑΤΙ  ΣΟ  ΣΠΙΤ  ΚΑΝΕΙΣ
                          ΚΙ  ΈΤΟΥΝ.  ΥΣΤΕΡΑ,  ΕΠΗΓΑΜΕ   Σ΄ΕΜΕΤΕΡΑ.  ΤΑ  ΤΣΟΡΤΑΝΙΑ
                          ΕΥΡΑΜΑΤΑ  ΑΠΕΣ  ΣΟ  ΚΑΛΑΘ’. Α΄ΤΩΡΑ,  ΠΩΣ  ΕΒΡΕΘΑΝ
                          Α΄ΠΕΣ,  ΕΝΑΣ  Ο  ΘΕΟΣ  Ε΄ΞΕΡ.

ΔΕΣΠΩ:     ΚΑΙ,  ΓΙΑΤΙ,  ΚΙ΄ΕΠΗΓΕΤΕ΄ΤΑ  ΟΠΙΣ;

ΣΤΕΛ:       ΟΚΝΕΣΑΜΕ  ΘΕΙΑ,  ΕΠΕΙΝΑΣΑΜΕ   ΠΑ,  ΕΦΑΓΑΜΑ’ΤΑ.

ΔΕΣΠΩ:     ΠΟΛΛΑ  ΕΜΟΡΦΑ,  ΕΚΛΟΣΕΤΙΑ΄ΤΟ, ΑΜΑ  ΑΣ΄ΕΝ. Α΄ΤΩΡΑ
                           ΓΙΑ  ΠΕ ΄Ι ΄ΤΕΜΕΝ, ΤΗ  ΠΕΛΑΓΙΤΣΑΣ  Η  ΚΟΣΑΡΑ  ΠΩΣ
                           Ε΄ΡΟΥΞΕΝ  ΣΟ  ΤΣΕΝΤΣΕΡΕΝ;

ΦΙΛ:           Η  ΚΟΣΑΡΑ,  ΘΕΙΑ  ΔΕΣΠΩ,  ΣΟ  ΠΙΝΕΣΝΕ΄ΜΑΣ  ΑΠΕΣ 
                          ΕΤΟΥΝ,  ΠΟΥ ΝΑ  ΕΞΕΡΟΜΕ,  ΝΤΟ  ΕΤΟΥΝ  ΞΕΝΟΝ.
                          ΟΛΑ  ΤΑ  ΚΟΣΑΡΑΣ  ΟΜΟΙΑΖΝ!

ΔΕΣΠΩ:     ΚΑΙ  ΓΙΑΤΙ  Η  ΚΟΣΑΡΑ  ΝΑ  ΠΟΡΠΑΤΕΙ  ΑΤΟΣΟΝ  ΔΡΟΜΟΝ
                           ΓΙΑ  ΝΑ  ΕΡΤΑΙ  Σ΄ ΕΣΕΤΕΡΟΝ  ΤΟ  ΠΙΝΕΣ , Α;

ΦΙΛ:          ( Ύστερα  από  λίγη  σκέψη;)  Ε Ε Ε…,  ΓΙΑΤΙ  ΕΧΟΥΜΕ  ΜΕΡΑΚΛΗΝ
                          ΠΕΤΕΙΝΟΝ!

ΣΤΕΛ:        ΝΑΙ,  ΝΑΙ,  ΘΕΙΑ,  ΝΑ  ΕΞΕΡΤΣ’,  ΠΩΣ  ΕΦΤΑΓΝΕ  ΟΛΑ  ΤΑ
                          ΚΟΣΑΡΑΣ  ΑΠΟ  ΠΙΣ’  Σ΄ΕΜΕΤΕΡΟΝ  ΤΟ  ΠΕΤΕΙΝΟΝ -  ΠΑΛΑΛΟΥΝΤΑΝΕ!

ΔΕΣΠΩ:        Α Α Α!!!  ΜΕΤ΄ΕΣΑΣ,  ΚΑΝΕΙΣ  Κ ΄ ΕΠΟΡΕΙ  ΝΑ  ΒΑΛ΄  ΚΙΦΑΛ΄,
                               ΘΑ   ΖΑΝΤΙΝΕΤΕΜΕΝ!  ΓΙΑ  ΤΕΡΕΣΤΕΝ  ΝΑ  ΤΕΛΕΝΕΤΕ
                               ΤΑ  ΔΟΥΛΕΙΑΣ  ΝΤΟ  ΛΕΤΕ   ΚΑΙ  ΑΜΕΤΕ  ΣΟ  ΚΑΛΟΝ!
                      (Μετά,  πιο  μαλακά) ΕΠΑΡΤΕ  Α’ΣΟ  ΤΡΑΠΕΖ’  ΑΠΟ  ΤΡΙΑ
                             ΤΣΙΡΙΧΤΑ, ΝΑ  ΤΡΩΤΕ. (Παει  να  φυγει. Ο  Φιλ.  και  ο Στελ
                      τρέχοντας  πάνε  στο  τραπέζι,  τραβούν  τη  πιατέλα  προς  το
          μέρος  τους, έτοιμοι  να την  αδειάσουν.  Η  Δέσπω  τους  φωνάζει  χωρίς  να  γυρίσει) ΑΠΟ  ΤΡΙΑ  ΕΙΠΑ,  ΜΕΤΡΕΜΕΝΑ  ΕΧΑ’ΤΑ!  (Οι  άλλοι  συμμορφώνοντε. Ο  Σταυρικός   τους  παρακολουθεί   χαμογελώντας.  Οι  άντρες  τελειώνουν  το  φαί  και  κοιτάνε  μια  το  Σταυρικο,  μια  τη  κανάτα  με  το  ταν. Ο  Σταυρρίκον  καταλαβαίνει  τι  θέλουν  και  τους  λέει).

ΣΤΑΥΡ:         ΑΝ  ΘΕΛΕΤΕ  ΝΑ  ΠΗΝΕΤΕ  ΤΑΝ,  ΕΠΑΡΤΑΙ   ΟΣΟ  ΘΕΛΕΤΕ.
                              ΥΣΤΕΡΑ  ΝΑ  ΛΕΤΕΜΑΙ  ΝΤΟ  ΑΡΑΓΕΥΕΤΑΙ  ΑΣ’ ΕΜΕΝΑ.
                              
ΣΤΕΛ:          (Καταπίνοντας  την  τελευταία  γουλιά) ΕΘΥΜΑΣΑΙ,  ΣΤΑΥΡΙΚΟ,
                      ΠΡΙΝ  ΕΝΑ  ΜΗΝΑ,  ΕΙΠΕΣ  ΜΑΣ,  ΠΩΣ  ΘΑ  ΜΑΘΗ΄Ι΄Σ’ΜΑΣ
                             ΝΑ  ΚΛΕΦΟΥΜΕ  ΑΡΝΙΑ,  Ε,  ΓΙ’ΑΥΤΟ   ΕΡΘΑΜΕ.

ΦΙΛΙΚ:         ΝΑΙ,  ΝΑΙ,  ΓΙ’ΑΥΤΟ  ΕΡΘΑΜΕ!

ΣΤΑΥΡ:       ΣΙΓΑ,  ΜΗ  ΒΑΡΚΙΖΕΤΑΙ,  Θ’ΑΚΟΥ’Ι’ΣΑΣ  Η  ΜΑΝΑΜ’!
                     ( Υστερα  από  μικρή  παύση) ΑΤΩΡΑ,  ΑΚΟΥΣΤΕ  ΜΕ  ΚΑΛΑ.
                            ΜΙΑΝ  ΦΟΡΑ ΘΑ  ΛΕΓΑ’ΤΟ. ΓΙΑ  ΝΑ  ΚΛΕΦΕΤΕ  ΑΡΝΙΑ,  ΕΝ
                             ΠΟΛΛΑ  ΔΥΣΚΟΛΟΝ  ΔΟΥΛΕΙΑΝ . ΠΡΩΤΑ -  ΠΡΩΤΑ,   ΠΡΕΠ΄
                            ΝΑ  ΕΝ΄ ΠΟΛΛΑ  ΣΚΟΤΕΙΝΟΝ  ΝΥΧΤΑ,  ΝΑ  ΜΗΝ  ΕΧΕΙ   ΞΑ΄Ι΄
                            ΦΕΓΓΟΝ,  ΑΕΤΣ’  ΚΙ’ ΑΛΕΠΝΕΣΑΣ.  ΥΣΤΕΡΑ  ΝΑ  ΜΗ  ΦΥΣΑ  ΑΕΡΑΣ,                                    
                             ΓΙΑ  ΝΑ  ΜΗ  ΠΕΡΝΕ  ΣΑΣ  ΜΥΡΙΑ  ΤΑ   ΣΚΥΛΙΑ.
                             ΚΑΙ   ΤΡΙΤΟΝ, ΟΤΑΝ  ΘΑ  ΠΕΡΕΤΕ  ΑΡΝΙ , ΝΑ  ΕΝ’  ΜΑΥΡΟΝ.
                            ΤΑ  ΑΣΠΡΑ  ΑΠΕΣ  ‘ΣΗ   ΝΥΧΤΑ, ΦΕΝΤΑΝΕ!  ΕΓΡΙΞΕΤΕ  ΟΣΑ  ΕΙΠΑ’ΣΑΣ;

ΦΙΛΙΚ:       (Μυρίζει  τον  εαυτό  του.  Κάνει  μια  γκιμάτσα  αηδίας,  λέει
                      στους  άλλους )ΕΓΩ,  ΕΞΕΡΕΤΑΙ,  ΝΤΟ  ΛΕΩ,  ΠΑΙΔΙΑ,  ΦΥΣΑ  ΚΙ’ΦΥΣΑ  ΑΕΡΑΣ
                            ΕΜΕΙΣ  ΑΣ  ΠΛΥΣΚΟΥΜΕΣ,  ΓΙΑ’Μ   ΠΕΡΝΕ’ΜΑΣ   ΜΥΡΙΑ  ΤΑ  ΣΚΥΛΙΑ!

ΣΤΕΛ:             ΟΛΑ  ΚΑΛΑ,  ΟΜΩΝ  ΠΩΣ  ΘΑ  ΕΞΕΡΟΥΜΑΕ   ΠΟΤΕ   ΕΝ  ΤΟ  ΣΩΣΤΟΝ   Η  ΝΥΧΤΑ;

ΣΤΑΥΡ:      ΟΠΩΣ  ΕΛΟΓΑΡΙΑΣΑ  ΕΓΩ,  ΟΣΗΜΕΡΟΝ  ΘΑ   ΕΝ  ΤΟ  ΣΩΣΤΟΝ
                            ΝΥΧΤΑ.  ΘΑ  ΛΕΓΩ’ΣΑΣ  ,  ΠΩΣ  ΝΑ  ΠΑΤΕ  ΚΑΙ  ‘ΣΟ  ΣΩΣΤΟΝ
                            ΤΟ  ΜΕΡΟΣ  ΚΑΙ  ΟΛΑ   ΘΑ  ΕΙΝΤΑΝΕ  ΟΠΩΣ  ΠΡΕΠ’!
                     (Για  λίγη  ώρα,  συζητάνε  ψιθυριστά. Μετά  ο  Σταυρίκον  τους
                     λεει)  ΑΤΩΡΑ,  ΔΕΒΑΤΕ  ΣΟ  ΚΑΛΟΝ. (Οι  άντρες  σηκώνοντε
                     και  πάνε  προς  τη  πόρτα. Στη  πόρτα, ο  Στελίκον  γυρίζει
                     και   ρωτάει  τον  Σταυρικον)

ΣΤΕΛ:       ΣΤΕΛΙΚΟ, ΕΣΥ,  ΟΤΑΝ  ΕΚΛΕΨΕΣ  ΤΟ  ΑΡΝΙΝ ,ΕΦΕΡΕΣΑ’ΤΟ
                          ΜΕ  ΤΟ  ΑΛΟΓΟΝ,  ΕΜΕΙΣ  ΠΩΣ  ΘΑ  ΦΕΡΟΜΑ’ΤΟ;

ΣΤΑΥΡ;      ΒΑΛΤΕ ΤΟ  ΣΟ  ΤΣΟΥΒΑΛ’  ΚΑΙ  ΚΟΥΒΑΛΕΣΤΕ’ΤΟ  ΕΝΤΑΜΑ.
                           

ΦΙΛΙΚ:        ΚΑΛΑ  ΛΕΣ,  ΑΤΟ  ΠΑ,  ΠΩΣ  ΚΙ’ΝΟΥΝΤΣΑΜΑ’ΤΟ!
                             Α΄Ι΄ΤΕ,  ΑΣ  ΠΑΜΕ  ΑΤΩΡΑ!

ΣΤΑΥ:         ΔΕΒΑΤΕ   ΣΟ  ΚΑΛΟΝ ΚΑΙ  ΚΑΛΟΝ  ΚΛΕΨΙΟΝ;
                     (Φεύγουν  οι  άντρες  και  αμέσως  μπαίνει  η  θεια  Δέσπω.
                     Ακούει  τα  τελευταία  λόγια  του  Στάυρικου  και  ταράζεται)

ΔΕΣΠΩ:       ΣΤΑΥΡΊΚΟ!  ΕΞΑ  ΚΑΛΑ;  ΕΠΑΛΑΛΟΣΕΣ  ΚΑΙ  ΕΣΤΙΛΕΣΑΤΣ  ΝΑ  ΠΑΝΕ
                              ΝΑ  ΚΛΕΦΝ;  ΚΑΙ  ΑΝ ΠΙΑΝΑΤΣ ‘ ΚΑΙ  ΣΤΥΛΝΑΤΣ’  ΦΥΛΑΚΗ;  ΑΤΟ  ΞΑ΄Ι΄
                              ΕΝΟΥΝΤΣΕΣΑ’ΤΟ;


ΣΤΑΥΡ:        ΜΗ  ΣΤΕΝΑΧΟΡΕΨ’,  ΜΑΝΑ.  ΕΓΩ  ΕΞΕΡΩ  ΤΗ  ΔΟΥΛΕΙΑΜ’!
                               ΘΥΜΑΣΑΙ,  ΠΟΥ  ΕΠΗΓΑ  ΣΟ  ΜΕΓΑΛΟΧΩΡ’ ΝΑ  ΔΟΥΛΕΥΩ  ΚΑΙ  ΕΧΑΡΤΣΑΝΕΜΑΙ      
                               ΚΑΙ  ΕΝΑΝ  ΑΡΝΙ;   Ε! Ο  ΦΙΛΙΚΟΝ  ΜΕ  ΤΟΝ  ΣΤΕΛΙΚΟΝ  ΕΙΔΑΝ  ΤΟ
                              ΑΡΝΙ,  ΕΘΑΡΡΕΣΑΝ  ΠΩΣ  ΕΚΛΕΨΑ’ΤΟ. ΑΠΟ  ΤΟΤΕ   ΕΦΑΓΑΝΕ’ΜΕΝ
                              ΝΑ ΜΑΘΗΖΑΤΣ’  ΠΩΣ  ΝΑ ΚΛΕΦΝΕ  ΑΡΝΙΑ.  ΕΚΕΙ  ΠΟΥ  ΕΣΤΗΛΑΤΣ’  ΠΕΡΜΕΝΑΤΣ’ 
                              ΚΑΙ   ΟΤΑΝ  ΠΙΑΝΑΤΣ’  ΘΑ  ΦΟΒΕΡΙΖΝΑΤΣ’,  ΓΙΑ  ΘΑ  ΒΑΛ ΝΑΤΣ’
                               ΦΥΛΑΚΗ,  ΓΙΑ  ΘΑ  ΔΟΥΛΕΥΝΑΙ  ΕΝΑΝ  ΜΗΝΑΝ  ΕΚΕΙ ! ΚΑΙ   ΠΟΙΟΣ  ΕΞΕΡ’-
                              ΕΜΠΟΡΕΙ  ΜΕ  ΤΗ ΠΟΛΑ ΔΟΥΛΕΙΑΝ,  ΒΑΛΝΕ  ΑΧΟΥΛ’  ΣΟ  ΚΕΦΑΛ’ΝΑΤΟΥΝ.
                              ΟΛΑ  ΑΤΑ  ΕΦΤΑΓΑΤΑ ΓΙΑ  ΤΗ  ΜΑΝΑΣ’ΑΤΟΥΝ   ΤΟ  ΧΑΤΙΡ’ .
                             ΕΚΕΙΝΕ  ΕΠΑΡΑΚΑΛΕΣΕ ’ ΜΕΝ  ΝΑ  ΒΟΗΘΩΓΑ’ ΤΕΝ.
                                ΠΙΣΤΕΥΩ,  ΠΩΣ  ΚΑΤ’  ΣΩΣΤΟΝ   ΘΑ  ΕΙΝΕΤΑΙ ΑΣ’ΑΤΟ. ΝΤΟ  ΛΕΣ,  ΜΑΝΑ,ΚΙ’ΕΣΥ;
                            

ΔΕΣΠΩ:          ΟΛΑ,  ΕΜΟΡΦΑ  ΚΑΙ  ΓΝΩΣΤΙΚΑ  ΕΝΟΥΝΤΣΕΣ’ΑΤΑ,
                                 Σ’ΑΛΛΑ  ΚΕΚΑ  ΠΑ,  ΝΑ  ΕΙΧΕΣ  ΑΤΟΣΟΝ  ΑΧΟΥΛ’.

ΣΤΑΥ:           (Χαμογελώντας) ΠΩΣ  ΕΙΝΕΤΑΙ, ΜΑΝΑ,  ΚΑΙ  ΤΑ  ΛΟΓΙΑΣ
                               ΠΑΝΤΑ, Σ’ΕΝΑΝ  ΜΕΡΟΣ   ΓΥΡΙΖΝΑΙ; (Αναστενάζει,

                        λέει  σιγανά)  ΑΣ  ΤΕΡΟΥΜΕ,  ΠΟΤΕ  ΕΣΥ,  ΘΑ  ΒΑΛΤΣ’