Είμαι
Ρωμαίισσα και είμαι
πρόσφυγας τρίτης γενιάς. Στην οικογένεια μου
όμως η κάθε
γενιά έζησε την
δική της διαφορετική
προσφυγιά. Οι παππούδες
μου, για να
γλιτώσουν από τους
Τούρκους , έφυγαν από
την Τουρκία αρχές
του εικοστού
αιώνα και πήγαν
στο Καύκασο. Το 1949,
μαζί με χιλιάδες
άλλους
έλληνες
εξορίστηκαν στα βάθη
της σοβιετικής Ασίας. Έζησαν εκεί μαζί με
τα
παιδιά τους( δηλαδή
τους γονείς μου)
και τα μεγαλύτερα εγγόνια τους
την
δεύτερη προσφυγιά.
Και επιτέλους , τη δεκαετία
του εβδομήντα ήρθαν
στην
πατρίδα τους, την
Ελλάδα. Κάθε φορά που
έφευγαν, άφηναν πίσω
τους τα
σπίτια τους, το
βίος τους και
τους τάφους των
αγαπημένων τους. Όπου
πήγαιναν, έπαιρναν
μαζί τους τη
θρησκεία, τη γλώσσα,
τα ήθη και τα έθιμα.
Μαζί μ αυτά κουβαλούσαν μέσα τους και
ένα κομμάτι από
την πατρίδα που
άφηναν. Αν από τους
παππούδες άκουγα νοσταλγικές
ιστορίες για την
Τραπεζούντα,
Κερασούντα και Σαψούντα, από
τους γονείς μου άκουγα
ιστορίες
για την πόλη
Σοχούμ και για
το χωριό τους
Πούρτς. Και αν από
τους παππούδες μου άκουγα
για τις θηριωδίες
των τούρκων, από τους
γονείς μου
άκουγα για τις
αδικίες που διέπραττε
το σταλινικό καθεστώς
απέναντι των
Ελλήνων του Καύκασου. Πριν λίγους μήνες παρακολούθησα μια θεατρική παράσταση. Το έργο αποδόθηκε στην ποντιακή
γλώσσα και αφορούσε
στην
γενοκτονία των Ποντίων. Μετά το τέλος της
παράστασης έτυχε να
συναντήσω
εκεί μια θεία
μου. Την ρώτησα αν
της άρεσε το
έργο. Μου απάντησε
μ αυτά
τα λόγια: <
Όλα ατά ντο
είδα. ιστόριζανατα κάποτε
ο πάπαμ’ και η
μάμαμ.
Άμα εγώ έναν
πράμαν θέλω να ρωτώσεν: Εμείς
που κι γεννέθαμαι σο Πόντον,
Ρωμαίοι
κ’είμες; Εμείς τιδέν
κ’εσιραμε. Για τεμας
γιατί κανείς τιδέν
κι γράφτ;> Το παράπονο
της το βρήκα δίκαιο. Έτσι
αποφάσισα να γράψω
κάτι
εγώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου