Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

ΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΓΙΑΤΡΟΣΟΦΙΑ, ΜΑΤΙΑΣΜΑΤΑ, ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑΤΑ, ΜΑΓΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΛΛΑ



ΙΣΤΟΡΙΕΣ  ΓΙΑ  ΓΙΑΤΡΟΣΟΦΙΑ,    ΜΑΤΙΑΣΜΑΤΑ,  ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑΤΑ,
                 ΜΑΓΙΕΣ   ΚΑΙ  ΔΙΑΦΟΡΑ  ΑΛΛΑ   


Ο  τίτλος  της  μικρής  μου  έρευνας   δείχνει  σαφώς,  για  τι  ακριβώς  θέλω  να μιλήσω. Όλα  όσα αναφέρω  παραπάνω τα έζησα  από   κοντά   και

μπορώ   να  πω  πως  με  ακολουθούν  ακόμα.  Βέβαια,  τα  περισσότερα  από αυτά
δεν  τα  πίστεψα  ποτέ.  Μάλιστα,  πολλές  φορές,  τα  κορόιδεψα  κιόλας. Ωστόσο
πιστεύω  πως  αξίζει  το  κόπο  να  τα  περιγράψω.  Έτσι,  για  γούστο  μου. Και
ίσως   ακόμα  επειδή    πιστεύω  πως  όλα  αυτά,  οι  παλιοί   οι Πόντιοι , τα θεωρούσαν  αναπόσπαστο  κομμάτι  της  καθημερινότητάς  τους. Οι  παππούδες
μου,  από  τη  μεριά του  πατέρα,  έφυγαν  από  την  Τραπεζούντα  στα  τέλη  του
προπερασμένου  αιώνα.  Εγκαταστάθηκαν   κοντά  στην  πόλη  Σοχούμ,  σε  ένα
χωριό  που  λεγόταν  Πούρτς. Για  να  μην  επεκταθώ  σε  όλη  την  οικογένεια, θα
μιλήσω  μόνο  για  ένα  άτομο.  Για  μια  από  τις  τέσσερις   αδελφές  του  πατέρα
μου,  τη  θεία Ρ.  Σε  ηλικία  δεκαέξι  χρονών,  η  γιαγιά  μου ( χήρα  πλέον) την
αρραβώνιασε  με  κάποιον. Ζηλευτός  γαμπρός,  κάκιστος  όμως  άνθρωπος, είχε   ωστόσο ένα σορό κατακτήσεις. Και  όπως έλεγαν οι δικοί μου κάποια  από  αυτές  τις
γυναίκες  έκανε  μάγια  στη  θεία  μου. Δεν  μπορώ  να  ξέρω  τι  έγινε ακριβώς.
Το  γεγονός  είναι  πως  η  θεία  μου  παρέλυσε ( εγαγκρώθεν)  στα  κάτω  άκρα.
Εδώ  μπαίνει  στην  ιστορία  ο  αρμένης  ο  Ασλάν.  Πρόσφυγας  και  αυτός  από
την  Τουρκία, ήταν  γείτονας  της  οικογένειας  και  φίλος  όλων  των  Ρωμαίων.
( <Είμες  Ρωμαίοι>, έτσι  λέγαμε εμείσ τον  εαυτό  μας. Μόνο  όταν  ήρθαμε  στην
Ελλάδα, μάθαμε  πως  είμαστε  Πόντιοι.  Και  πολύ  μας  κακοφάνηκε.)  Ο  Ασλάν
λοιπόν,  σαν ειδικός,  κλήθηκε  να  λύσει τα  μάγια  της  θείας  μου. Λένε  πως  του
πήρε  μερικούς  μήνες  να  την  κάνει  καλά. Μάλιστα,  όταν  τελείωσε,  ρώτησε  τους
δικούς  μου  αν  θέλουν  να  ανταποδώσουν  τα  μάγια,  γιατί είχε  βρει  λέει, πια  τα 
έκανε. Δεν  θυμάμαι  αν  αυτοί  δέχτηκαν  η  αρνήθηκαν. Πάντως  ο  Ασλαν, εκτός  από θεραπευτής  της  θείας  έγινε  και  δάσκαλός  της. Όσο  εκείνη  ήταν  κατάκοιτη
εκείνος  της  μάθαινε  διάφορα  γιατροσόφια.  Ήταν  και  η  μόνη  που μοιράστηκε 
μαζί  της τα
μυστικά  του  επαγγέλματός  του. Άλλη  περίπτωση  μαγείας  που  άκουσα  να γίνετε
εκείνα  τα  χρόνια  ήταν  της  αδελφής  του πεθερού μου. Αυτήν  την  θεράπευσαν  οι
μοναχές  σε  κάποιο  μοναστήρι. Το  1949  οι  Έλληνες  του  Καύκασου  εξορίστηκαν
στο  Καζαχστάν ( Χώρα των  Καζάχων).  Εγώ  γεννήθηκα  έξι  χρόνια αργότερα. Και
 όσο θυμάμαι  τον εαυτό μου η  θεία  Ρ.  ζούσε  δίπλα  στον  πατέρα  μου. Ο μεγαλύτερος  αδελφός  μου την  νόμιζε  μητέρα  του  και  την  φώναζε -  μαμά.
Όλα  τα  υπόλοιπα  παιδιά  κάναμε  το  ίδιο. Επειδή  είχε  ίδιο  όνομα  με  την  δική
μας  μαμά  την  φωνάζαμε  -  μεγάλη  μαμά(  μεγάλεσσα  μάμα). Μικρή  πολλές
ώρες  πέρναγα  στο  σπίτι  της.  Συχνά  κοιμόμουν  εκεί  και  της  νύχτες.  Τέλος
πάντων,  εκείνο  που  θέλω  να  πω είναι,  πως  έτυχε  να  την  δω αρκετές  φορές  να
εξασκεί  το < επάγγελμά > της. Το  πρώτο  που  θυμάμαι  είναι  να θεραπεύει  τα        κατάγματα  και  τα  σπασίματα   των  οστών  (να   ισάζ  τα  στούδια). Η θεραπεία
ήταν  η  εξής.  Εντόπιζε  ψηλαφίζοντας   με  τα  δάχτυλα  τη  σωστή  θέση.  Αν
παραδείγματος  χάρη  κάποιος  έσπαγε  το  πόδι  του, έβαζε  γύρο-γύρο  από  το
σημείο  λεπτά  ξυλάκια  πλάτους  δύο  πόντων  και  τα στερέωνε  με  ένα  πανί.
Ύστερα  χτύπαγε  μερικά  αυγά  σε  ένα  βαθύ  μεταλλικό  πιάτο( τσανάκ)  και
μούλιαζε  μέσα  άλλο  πανί,  το  οποίο  έδενε  γύρο  από  τα ξυλάκια.  Όταν 
στέγνωνε  το  μείγμα  στο  πανί,  γινόταν  πρώτης  τάξεως  γύψος. Θυμάμαι  μετά  όλους  αυτούς  τους  ανθρώπους  να  γίνονται  καλά.  Δεν  θυμάμαι  όμως  να  είδα    την  θεία να αφαιρεί  κανένα  από  εκείνους   τους   αυτοσχέδιους  γύψους. Θεράπευε  η  θεία  και  τις λειχήνες.  Μια  εικόνα  έχει  αποτυπωθεί  στη μνήμη
μου.  Γυναικεία  χέρια  γεμάτα  λειχήνες. Από  τον  αγκώνα  μέχρι  το  καρπό  και  τα
δάχτυλα. Πρέπει  να  ήταν  από  τις  δύσκολες  υποθέσεις,  γιατί  είδα τη  γυναίκα
κι άλλες  φορές  στη  θεία.   Πρώτο  ρόλο εδώ  έπαιζαν  η  προσευχή  και  η μελάνη.
Με  την  μελάνη  η  θεία  κύκλωνε τα  σημεία  και  ύστερα  σχημάτιζε πάνω  στην
επιφάνεια  των  λειχήνων   μικρούς  κύβους. Και  όσο  τους  σχημάτιζε, έλεγε μια
ευχή ( δέβαζεν  ευσίν). Κάποτε, πολύ αργότερα, όταν την ρώτησα τι έλεγαν τα λόγια
μου  τα  είπε:  << Όπου είναι ζωγραφισμένο  το σημείο του σταυρού οι διάβολοι  να
φοβηθούν,  να  φύγουν  από  εκεί>>. ( Όπου  κεκά  ζωγραφίετε  το σταυρον, οι διαβόλ  να  φογούνταν και  να  φεύνε).                                                                                                                       Τότε  κατάλαβα  πως  οι  κύβοι  ήταν  σταυροί. Πάντως,  όταν  ο γιος μου έβγαλε   λειχήνα,  σχημάτισα πάνω της  το κύκλο και τους
σταυρούς   χωρίς  να  πω  καμιά  ευχή. Παραδόξως, εκείνη  εξαφανίστηκε.  Πάμε
τώρα  παρακάτω.  Για  να  διώξει  της  τυχών  φοβίες  που  είχαν  μερικοί < ασθενείς>
η  θεία  εφάρμοζε  το μέτρημα. Εδώ  χρησιμοποιούσε  μια  τρίγωνη  μαντίλα. Έπιανε
τη  μια  γωνιά της  διαγώνιας  πλευράς   και  την  ακούμπαγε πάνω  στων  αγκώνα
του  πάσχοντα  και  την  κρατούσε  εκεί  γερά  με το  ένα  χέρι.  Με  το  άλλο 
τέντωνε  το  μαντήλι  μέχρι  τα  ακροδάχτυλά  του. Σε  εκείνο  το  σημείο τσίμπαγε
το  ύφασμα  με  τα  δάχτυλα  της. Το  υπόλοιπο  κομμάτι  φαινόταν  αισθητά
μακρύτερο. Το  σημείο  που  έβαζε  το  σημάδι το  ακουμπούσε    πάλι  στον  αγκώνα
και  έκανε  το  ίδιο  μέτρημα  όπως  και  πριν. Και  ξανά  από  την  αρχή.  Μέχρι  που
το  κομμάτι  του  υφάσματος  από  τον  αγκώνα  μέχρι την  άλλη   άκρη  του
μαντηλιού  έρχονταν  ίσα – ίσα  με  τα  ακροδάχτυλα. Δύσκολα  να  θυμηθώ  αν
η  διαδικασία  επαναλαμβάνονταν η  αν  γινόταν  κάποια  συγκεκριμένη    μέρα.
Τα  περισσότερα  από  αυτά  που  έκανε  η  θεία  μου  δεν  επιτρεπόταν  να  τα  μάθει
σε  γυναίκα,  μόνο  σε  άντρα.  Ίσως  και  γι αυτό  δεν  ήξερα  κανέναν    άντρα  που
να ασχολιόταν  με  τέτοια πράγματα. Όταν  ήρθαμε  στην  Ελλάδα και  ήμουν
παντρεμένη  πια,  η  θεία  μου  ανέφερε  και για  κάποιο  είδος  αντισύλληψης. Παστίλιες  από  πράσινο  σαπούνι.  Έπλαθε  το  σαπούνι  σαν  πλαστελίνη  σε μικρά
κομματάκια  και  τα  μοίραζε  σε  όσες  δεν  ήθελαν  να  κάνουν άλλα παιδιά.  Συνήθως   η μέθοδος  αυτή  έπιανε. Για  τυχών  παρενέργειες  δεν  γνωρίζω κάτι. Πάντως  στην εξορία  δεν  ακούγονταν  περιπτώσεις  μαγείας. Το  κακό  μάτι
(ομματίασμα)  όμως, έδινε  κι έπαιρνε. Το  ξεμάτιασμα  πολλές  φορές  το  ξέρανε
μέσα  στην  οικογένεια  κάμποσοι. Όταν  το μάτι  ήταν  μεγάλο(  τρανόν  ομμάτ)
έπρεπε  τα  λόγια  να  διαβαστούν  από  τρία  άτομα. Και  αν  δεν  βοηθούσε  ούτε
αυτό,  ο  αριθμός  των  ατόμων  ανέβαινε  σε  εφτά. Άλλοι  αριθμοί  δεν  μετράγανε.
Η  μητέρα  μου,  που  έχει  ξεπεράσει  πια  τα  ενενήντα  της  χρόνια, ξεματιάζει
(  δεβάζ  το  ομμάτ)  ακόμα. Βάζει  σε  μια  χαρτοπετσέτα  λίγο  αλάτι  και το  περνάει
πάνω  από  το  κεφάλι  του πάσχοντα τρεις  φορές. Λέει  τα λόγια  και  τελειώνοντας
δίνει  στο  άτομο  να  φάει  λίγο  από  το  αλάτι. Λίγο  ακόμα  αλάτι  για να  ρίξει  πίσω
του  και  το  υπόλοιπο  να  το  ρίξει  σε  τρεχούμενο  νερό. Όμως  το  ξεμάτιασμα
της  μάνας  μου  τώρα  έχει  εξελιχθεί. Πλέον  ξεματιάζει  από  απόσταση: μέχρι  και
από  άλλη  πόλη  της  τηλεφωνούν να  πει το ξόρκι και  πάντα πιάνει. Κάποτε ο πατέρας
μου,  μου  έγραψε  τα  λόγια  να  τα  μάθω. Μου  φάνηκαν  πολύ ανόητα και  δεν
ασχολήθηκα  με αυτό. Το  ξόρκι  αυτό  η  γιαγιά  μου το  έφερε  στο  Καύκασο  από
την  Τουρκία  και  για  μένα  έχει  μόνο  συναισθηματική  αξία. Και ενώ υποτίθεται  πως δεν  επιτρέπετε  να  το φανερώσω  σε κανέναν, εγώ το  παρουσιάζω  εδώ, με  ελαφρά  καρδία.

Ασπροκάτσκον   αγελάδ                               (  Ασπρομούτζουνη  γελάδα
Σκιζ  το  ορμάν  και  κατεβαίν                       διασχίζει  το  δάσος  και  κατεβαίνει
Περάν  ποτάμ  και  θάλασσας                         Περνάει  ποτάμι  και  θάλασσες
Και  στεκ σ έναν  ελάτ                                    και  στέκετε  σ ένα  έλατο
Ση  ρίζαναθε  άψιμον                                      Στη  ρίζα  του  έχει  φωτιά
και  ση  κορφήν  νερόν                                   στη  κορυφή   νερό.
Να  ξύετε  το  νερόν                                        Χύνετε το  νερό
Να  σβήετε  τα  άψιμον                                  σβήνει  τη  φωτιά
Ασο  τάδεν ( όνεμαν) που  ομματιάεν           Από  τον  τάδε ( όνομα) που ματιάστηκε
Να  πατεύ  και  χάτε                                      να  βουλιάξει  και  να  χαθεί
Το  κακόν  το  ομμάτ.                                     το  κακό  το  μάτι.)

Όσο  λεγόντουσαν τα  λόγια  το  αλάτι  το  σταυρώνανε κατά διαστήματα. Στο
ξόρκι  πιστεύω  πως  η  αγελάδα  πρέπει  να  είναι  η  θετική  ενέργεια, που  βοηθάει
το  άτομο (έλατο)  με  το  ξόρκι (τρεχούμενο  νερό)  να  διώξει  το  κακό  μάτι
(να  σβήσει  τη  φωτιά). Το  αλάτι,  πρέπει  κι  αυτό  να  αντιπροσωπεύει  το
κακό  μάτι. Απ  ότι  φαίνετε,  από  το  κακό  μάτι κινδυνεύανε  οι  πάντες  και τα
πάντα. Δεν  άφηνε  σε  χλωρό  κλαρί  ανθρώπους,  ζωντανά,  φυτά  και  αντικείμενα.
Ακόμα  και  τώρα  είναι  αρκετοί  αυτοί  που  πιστεύουν  στο  μάτι. Πριν  λίγα
χρόνια  μια  φίλη  μου,  μου  έδειξε  την  βέρα  της . Ήταν  στραβή  και  σπασμένη.
Δεν  κατάλαβα  τι  είχε  γίνει. Μου  εξήγησε  λοιπόν  η φίλη   πως  πριν  δύο-τρεις
μέρες την  επισκέφτηκε  μια  γνωστή  της  μητέρας  της. Δεν  έτυχε  ποτέ  ξανά  να
έρθει  σπίτι  της. Ζήτησε  να  πιει καφέ και  ύστερα  στη συζήτηση πάνω  άρχισε
να  επαινεί  το  γάμο  της  φίλης  μου. Όταν  έφυγε  η  επισκέπτρια  η  κοπέλα  ένιωσε
πόνο  στο  δάχτυλό  της. Της  το έσφιγγε   η  βέρα  που  στράβωσε. Αναγκάστηκαν
να  την  κόψουν  για να  την βγάλουν. Μου  έχουν  δείξει  επίσης  λεκάνη  της
τουαλέτας  που  είχε  διαλυθεί  και έγινε  κομμάτια.  Ένα  γυάλινο  βάζο με γλυκό του
κουταλιού,  που  ήταν  ανάμεσα  σε  άλλα,  που  έγινε  θρύψαλα. Και όλα  αυτά  μετά
από  επίσκεψη  κάποιου  ατόμου,  συνήθως γυναίκας. Τι  να  πει  κανείς: Τουλάχιστον
εδώ το  κακό  μάτι  είχε  ξεσπάσει  σε  αντικείμενα.  Που  να  ακούσεις  περιπτώσεις  από τα  παλιά  τα  χρόνια:  αγελάδες  σε  επιληψία να  σωριάζονται  κάτω, λεχώνες με
κατεβασμένες  από  το  πρήξιμο  κάτω  γνάθους,  να  ψήνονται  στο  πυρετό  και
θηλάζουσες  μητέρες  να  χάνουν  το  γάλα  τους. Και  ως το πλείστον,  τα  θύματα  και  οι  θύτες  ήταν  θηλυκά. Τέλος  το  κακό  μάτι!  Πάμε  στους  κοιλόπονους. Τις
περισσότερες  φορές  τους  κοιλιακούς  πόνους  τους  αποδίδανε   στη  πτώση  του
ομφαλού (  τσίπας  ρούξιμο).   Σε  αυτή  τη περίπτωση  για  θεραπεία  χρησιμοποιούσαν  πιατάκι  του  καφέ,  νερό και  βελόνα  ραψίματος. Στο πιατάκι
βάζανε  λίγο  νερό( ίσα-ίσα  σκέπαζε  το  πάτο) και ύστερα  ρίχνανε τη  βελόνα. Με
τον  αντίχειρα πιέζανε δυνατά  την  βελόνα  στο  πάτο  και  λέγανε  το  ξόρκι,  το  οποίο  εδώ  το ονομάζανε << τροπάρι  του  ομφαλού>>( τσίπας  τροπάρ). Τελειώνοντας  τα  λόγια  σηκώνανε  το  δάχτυλο.  Αν  η  βελόνα  έμεινε  κολλημένη
εκεί,  ο  στόχος  είχε επιτευχθεί.  Αν  όχι  συνεχίζανε  με  τον  ίδιο  τρόπο. Υποτίθεται
πως  όταν  η  βελόνα  κόλλαγε στο σηκωμένο  δάχτυλο  ο  κοιλόπονος σταματούσε. Όταν  πέθανε  ο μπαμπάς
μου, μέσα  σε μια  κούτα  με  τα πράγματά του βρήκα  ένα  χαρτάκι με  γραμμένο  πάνω το τροπάρι του ομφαλού. Πρέπει  να είχε γραφτεί πολύ παλιά, γιατί  το  χαρτί
είχε κιτρινίσει. Ήταν  γραμμένο στη  τουρκική  γλώσσα  με  μισά  γράμματα  ελληνικά  και  μισά  ρωσικά. Φυσικό  είναι  να  μη  γνωρίζω  το νόημα των λέξεων
αφού  δεν  ξέρω  τα τούρκικα. Ούτε  που  βρήκα  κάποιον  να  μου  μεταφράσει  το
κείμενο. Το παρουσιάζω  εδώ,  ως  έχει.




Για  τα  άτομα  που  πάθαιναν  ατονία , ανορεξία και  αδιαφορούσαν για  τους  ανθρώπους
και  για  τις  υποχρεώσεις  τους , υπήρχε  η  <<θεραπεία>>  με  αβγά. Τώρα,  αυτή  τη
πάθηση  την  λέμε  κατάθλιψη. Τότε  πίστευαν  πως  προέρχονταν  από  τρία
αίτια. Από  τρόμαγμα, από  γλωσσοφαγιά  και  από  μάγια. Η  διαδικασία  ήταν  η  εξής : σε  ένα  πιάτο  σπάζανε  τρία  αβγά και  στο καθένα  βάζανε  ξεχωριστό  σημάδι. Κατόπιν    τα   ονοματίζανε: το  πρώτο για  το  τρόμαγμα (  τι  αχπαραματί),
το  δεύτερο για  γλωσσοφαγιά ( τι  βλαψηματί)  και  το  τρίτο   για  τα  μάγια
(  τι  πατηματί). Πάνω  από  το  πιάτο  βάζανε  ανοιγμένο  μέχρι  τέρμα  ψαλίδι. Το
ψαλίδι  αντιπροσώπευε  το  σταυρό. Ύστερα  το  πιάτο  το  τοποθετούσαν  κάτω  από
το  κρεβάτι  του ατόμου  με  το  πρόβλημα. Πρέπει να ήταν η Τρίτη,  η Πέμπτη  βράδυ  Όποιο  αβγό  έμοιαζε    να  είχε  ψηθεί(  κάτι  σαν    αβγό-μάτι)
η  στη  γλώσσα  μας(  εψέγουτουν),  από  αυτό  και  έπασχε  ο άνθρωπος.  Τύχαινε  τα
 ψημένα αβγά  να είναι  παραπάνω  η  κανένα,  δεν  είχε  σημασία:  έπρεπε  ξημερώματα Τετάρτης  η  Παρασκευής  να  θαφτούν  σε  κάποιο  σταυροδρόμι από   ένα  συγγενή,   χωρίς  να  το  αντιληφθεί  κανένας. Μόνο αυτός  ο συγγενής επιτρεπόταν  να  δει  τα  αβγά  και  σε καμιά  περίπτωση  δεν  έπρεπε  να  μιλήσει
γι αυτό  σε  κανέναν. Οι  παραπάνω <θεραπείες>  γινόντουσαν  από  γυναίκες -  θεραπεύτριες.
Οι  άντρες    συνήθως  χωριζόντουσαν σε  τρεις  κατηγορίες:  κάποιους
που  βοηθούσανε θηλάζουσες  μάνες  όταν αυτές   πάθαιναν  απόστημα    μαστού από  γάλα.  Και  υπήρχαν  οι οδοντογιατροί  εκείνης  της  εποχής, οι  οποίοι  θεράπευαν
συγχρόνως  και  το  ίκτερο( σαριλούκ). Αυτοί  πλέον  θεωρούνταν  επαγγελματίες.
Ότι  κάνανε, δεν  το  κράταγαν  κρυφό  και  ευχαρίστως    μεταδίδανε  τις  γνώσεις
τους  σε  άλλους. Επί  το  πλείστον  όμως  στα  αρσενικά  άτομα  της  ίδιας  οικογένειας. Συγγενής  μου, οδοντογιατρός  τέταρτης  γενιάς( όπως  λέει αστειευόμενος) , έχει  στην  κατοχή  του  μια  οδοντιατρική   τανάλια(  δοντολάβ).

   

Χρονολογείτε  από  το  προπερασμένο  αιώνα  και  ήταν  του  προπάππου  του.
 Η  εξαγωγή  του  δοντιού  γινόταν  χωρίς  αναισθησία. Έτυχε  κάποτε  να
παρακολουθήσω  μια  τέτοια  επέμβαση. Γινόταν  σε  έναν,  μεγάλης  ηλικίας, άντρα.
Μου  έκανε  εντύπωση που  δεν  πονούσε  και  τόσο  πολύ. Τον  ρώτησα  πως  και  δεν  πόνεσε. Μου  απάντησε  πως  ο  πόνος  του  δοντιού  ήταν μεγαλύτερος  και
ίσως  γι αυτό  δεν  κατάλαβε  τίποτα. Για  να  σταματήσει  την  αιμορραγία δάγκώνε
βαμβάκι. Η διαδικασία  της  θεραπείας  του  ίκτερου (σαριλούκ) ήταν πιο πολύπλοκη.
(Σαριλούκ)  οι  Πόντιοι ονόμαζαν  όχι  μόνο  το  ίκτερο άλλα  και  το  κοκκίωμα που
εμφανίζονταν  πάνω  στους  χειλικούς  η  γλωσσικούς  χαλινούς. Είχε  ρίζα  και έμοιαζε με  μικρό  καρφάκι  με  στρογγυλή   κεφαλή. Επίσης  ήταν  και  ένα                                                                                                                                                                                                                                                                     από  τα  συμπτώματα  του  ίκτερου. Άλλα  συμπτώματα ήταν  η  χλομάδα  του
ατόμου, κατάπτωση  και  πόνος  στα  γόνατα.  Η  θεραπεία  ήταν  η  αφαίρεση  του
κοκκιώματος. Σ  αυτή  την  περίπτωση  χρειαζόταν βοήθεια ενός  δεύτερου  άτομου.
Αν  το  κοκκίωμα  βρισκόταν  στο χαλινό του πάνω χείλους, ο  βοηθός   τράβαγε  το
χείλος  προς  τα πάνω  και  το  κράταγε  εκεί  σταθερά. Ο  <χειρουργός>  τοποθετούσε  δίπλα  στο χαλινό  ένα ίσιο  μικρό  ξυλάκι. Με  μια  βελόνα,  με περασμένη  πάνω  της  κλώστη  ραψίματος,  τρυπούσε  τη κεφαλή και  πέρναγε  από
μέσα  της  τη  κλωστή. Αφαιρούσε  τη  βελόνα   και  το  ξυλάκι. Τράβαγε  τη κλώστή
μέχρι  οι  άκρες  της  να  γίνουν  ίσες. Ύστερα  τραβώντας  την  προς  τα  έξω τέντωνε
το  χαλινό. Με  ένα  ξυράφι έκοβε  το  κοκκίωμα  με  τη ρίζα  του,  μέχρι  που  έφευγε  όλο  και  έμενε  πάνω  στη  κλωστή. Αμέσως  στο  σημείο  της  τομής  έριχναν  αλάτι
για  να μην  αιμορραγεί. Πρέπει  να πω  πως  τη  βελόνα με  το  ξυράφι πριν τα   χρησιμοποιήσουν,  τα  απολύμαναν  με  οινόπνευμα. Κάποτε,  όταν  κάποια  άτομα
που τους  αφαιρέθηκε  το  κοκκίωμα  έτυχε  να  κάνουν   εξετάσεις αίματος, βρέθηκε
να είχαν  περάσει  την  ηπατίτιδα Α.  Υπήρχαν  γιατροσόφια  που δεν
χρειαζόντουσαν  ειδικούς   να  τα  εφαρμόσουν.  Τα μεγαλύτερα  άτομα  μιας
οικογένειας , σε  περίπτωση  ανάγκης  ξέρανε,  πως  να  βοηθήσουν  τον  εαυτό  τους
και  τους  άλλους. Στα  εγκαύματα  έβαζαν  αλοιφή φτιαγμένη  από  λιωμένο κερί
και  λάδι  η  πολτοποιημένο  ξερό  κρεμμύδι. Στο  πυρετό  τρίβανε  τον  άρρωστο  με
πετρέλαιο η    χρησιμοποιούσαν  σκόρδο.  Μέσα  σε  ένα  κουβά
με  νερό,  ψιλόκοβαν  το  σκόρδο  και  το  ανακάτευαν  λίγη ώρα. Ύστερα  μούλιαζαν
μέσα  ένα  σεντόνι. Κατόπιν έστυβαν το σεντόνι  και τύλιγαν  μέσα  τον ξεγυμνωμένο
ασθενή.  Σε  πυώδεις  πληγές  έβαζαν   φύλλα   νευρόφυλλου  (  ταμαρόφυλλον).
Είναι  είδος  φυτού  που απαντάτε    και εδώ  στην  Ελλάδα.
Εκείνο που μου έκανε  πάντα  εντύπωση ήταν το εξής:  πως  ενώοι Πόντιοι  υπήρξαν
τόσο  θρήσκοι,  άφηναν  να  κυριαρχούν  στη  ζωή τόσες  προλήψεις:
Και  ειλικρινά,  δεν  ξέρω,  αν τις  κουβάλησαν εξαρχής  από  το  Πόντο η  αν  τις
υιοθέτησαν  από  τους  εκάστοτε  τόπους  προσφυγιάς  που βρέθηκαν. Οι οποίες
ήταν  και  αμέτρητες. Αφορούσαν  τα πάντα.  Ήταν  κακό  να  ταξιδεύεις  Τρίτη.
Δεν  δανειζόσουν   αλάτι  και  σαπούνι  χωρίς  να  τα  επιστρέψεις. Δεν θα
έπαιρνες   πίσω  δανικά  λεφτά, αν  στα  επιστρέφανε  βράδυ. Στο  σπίτι  που
υπήρχε  νεογέννητο  παιδί  δεν  θα  έφερνες  αζύγιστο  κρέας. Στις  ασαράντιστες
λεχώνες  απαγορευόταν  να  μπαίνουν  σε  ξένα  σπίτια,  γιατί  ύστερα  αυτά γέμιζαν
ποντίκια. Οι  ίδιες  δεν  έπρεπε  να  βγαίνουν  βράδυ  από  το  σπίτι,  να μην πάθουν
κακό. Τα  μικρά  παιδιά  να  μην  κοιτάζονταν  βράδυ  στο  καθρέπτη. Βλέποντας
την  εικόνα  τους  εκεί  θα  τρόμαζαν  και  θα  έχαναν  τη  λαλιά  τους….
Διάβασα  κάποτε  στην  <Ιστορία  της  Αθήνας> του  Νίκου  Τσιφόρου  πως  οι
Αθηναίοι  είχαν  για  γρουσουζιά  να  καλημερίζουν  τους  άλλους πριν
πλυθούν  το  πρωί.  Αυτό  το  είχαν  και  ακόμα το  έχουν  οι  Πόντιοι, όμως  για
άλλο  λόγο.  Απλώς  είναι  ασέβεια  να  χαιρετάς  τον  άλλον  με  τη  τσίμπλα  στο
μάτι. Ούτε  βέβαια  να κάνεις  την  προσευχή  σου… Στη  σημερινή  εποχή  μπορεί
να  μην  πιστεύουμε  σ αυτές  τις  προλήψεις, αλά όλο  και  κάποιος  θα  βρεθεί να
μας  ξαφνιάσει  με  τη  φοβία  του  γι  αυτές. Τώρα,  όσο  αφορά  στα  ονόματα.  Η
προτίμηση των  Ποντίων  να  δίνουν  στα  παιδιά  τους  ονόματα  των  πεθαμένων
συγγενών  τους, δεν  πρέπει  να οφείλετε  στις  προλήψεις,  άλλα  στην επιθυμία  να
τιμήσουν  τους  νεκρούς. Εδώ  να  διευκρινίσω  κάτι:  στο  Πόντο  και  σε  άλλα  μέρη
όπου  είχαν  προσφύγει  οι  Πόντιοι, δεν  δινόντουσαν  ονόματα  ζωντανών. Επίσης, αν  τα  παιδιά  γεννιόντουσαν    την  ημέρα  ονομαστικής   γιορτής  κάποιου  αγίου,
οπωσδήποτε  έπαιρναν  το όνομα  του. Αν  πάλι  σε  μια  οικογένεια   χάνανε  στη
σειρά  δύο  η παραπάνω  μωρά, τα  επόμενα  τα  βγάζανε  Ανέστη  η  Σταύρο,  τα
αγόρια  και  Ζωή  η  Ανάστα,   τα  κορίτσια. Καλό  ήταν  νονός  να  γινόταν  αδελφός
της  μάνας. Βάπτιζαν  τα  παιδιά  μόλις  σαράντιζαν. Αν  είχα  κάνει  πιο  εκτενή
έρευνα  με  θέμα  του  συγγράμματός  μου,  ίσως  να  εύρισκα  περισσότερα  στοιχεία.
Δεν  είχα  αυτή  την  δυνατότητα  και  περιορίστηκα  στην  περιοχή  της  Τραπεζούντας  και  των  γύρο χωριών. Πιθανόν  να  βρεθούν  κάποιοι  που  θα  πουν
πως  όλα,  όσα έγραψα,  να μην έχουν  καμιά  αξία.  Και  λέω  το  εξής: αν  οι
πρόγονοί  μας,  σε  κάθε  προσφυγιά   που   τους  προέκυψε, κράτησαν  μαζί με  τη
γλώσσα,  ήθη  και  έθιμα  και αυτό  το  κομμάτι,  τότε ναι,  έχει  αξία. Αν  ήταν
γι  ατούς  σημαντικό  να  το κρατήσουν,  τότε  πιστεύω  πως  και  γι  μας,  είναι
σημαντικό  να  το  θυμόμαστε!



                            Ζωή  Μεταξά-  Καραγιαννίδου.