Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ - ΔΙΗΓΗΜΑ



Στη  διάρκεια   του  1915  στο  Πατριαρχείο   της Τραπεζούντας έφτασαν
 τουλάχιστον   60 επιστολές    από  τα  γύρω  χωριά  της  περιοχής. Όλες  με  την
ίδια  έκκληση:  να  σταλεί   στο χωριό  τους  ένας  παπάς.  Και  η  αιτία  που      αναγραφόταν  ήταν  επίσης ίδια: < Χωρίς  ποπά  ετούρκεψαμε,  θα ανασπάλουμε
τον  Χρίστον  και  την  γλώσσαν  μας!.>  Και  το  αίτημα  τους   έγινε  αμέσως
δεκτό. Εξήντα  άτομα  από  μοναστήρια  και  ιερατική  σχολή  στάλθηκαν  στο  κάθε
χωριό. Το  να  διατηρηθούν  η  θρησκεία  και  η  γλώσσα  στην  περιοχή  ήταν  το
πρώτο μέλημα  του  τουρκοκρατούμενου  ελληνισμού. Σήμερα  στα περισσότερα
ελληνικά  σπίτια  ακούγεται  η  τουρκική  γλώσσα. Και  ειλικρινά, δεν  με  πειράζει
καθόλου  που  οι  τουρκικές  σειρές  έχουν  κατακλύσει    την  τηλεόρασή  μας. Με
θλίβει   όμως  το  γεγονός η  ποντιακή   γλώσσα  ακούγεται όλο  και  λιγότερα μέσα
στις  οικογένειες. Και  πραγματικά  με  τρομοκρατεί  η  σκέψη,  πως  μετά  από  λίγες
δεκαετίες,  θα  αναφέρονται  σε  αυτήν  μόνο  σε  κάποιες  εκδηλώσεις. Λένε  πως  ο
άνθρωπος  πραγματικά  πεθαίνει  μόνο,  όταν  τον  ξεχάσουνε  όλοι. Πιστεύω  ότι
το  ίδιο  μπορεί  να  συμβεί  και  με  ένα  λαό.  Θα  συνεχίσουμε  να  υπάρχουμε  σαν
έλληνες,  όμως  θα  ξεχαστεί  η  καταγωγή μας. Μια  πορεία  μέσα  στην  ιστορία,
διαρκείας   τριών  χιλιάδων  ετών. Είναι  μηδαμινές  οι  γνώσεις  μου  πάνω  σ αυτό
το  θέμα.  Πιστεύω  όμως  πως  όλοι  μαζί  θα  μπορέσουμε  να  κρατήσουμε  στη
μνήμη  μας  το  κομμάτι  των  τελευταίων  εκατόν  χρόνων. Για  αρχή θέλω  να
σας παρουσιάσω  ένα  διήγημά  μου  που  βασίζετε  σε  μια  αληθινή  ιστορία.     



                              ΤΟ        ΟΝΕΙΡΟ

Η   θεία  Ελέγκω   κοιμόταν   και  έβλεπε  ένα   όνειρο .Καθόταν  λέει, κάτω  από  την
καρυδιά  πού  είχε  μέσα  στην  αυλή  της .Σιγά  - σιγά    γύρω  της  απλώθηκε  μια
ομίχλη   και  μέσα  από  αυτήν  φάνηκε  ένας  καβαλάρης. Στην  αρχή  νόμισε  πως
ήταν  ο  μακαρίτης  ο  άντρας  της .Όσο  όμως  αυτός  πλησίαζε,  κατάλαβε  το  λάθος  της .Δεν  ήταν   άνθρωπος,  ήταν  ο Άγιος  Γεώργιος. Δεν  της  μίλησε,  παρά
μόνο άπλωσε  το  χέρι  προς   τη  καρυδιά. Κοίταξε  και  η  θεία  Ελέγκω το δέντρο.
Στο  κορμό  του  δέντρου είδε  να φυτρώνουν δύο  καινούρια κλωναράκια. Ολοένα
μεγάλωναν  και σε λίγο έγιναν  μεγάλα  κλαδιά. Γύρισε να ρωτήσει τον Άγιο τι
σήμαινε  αυτό  πού είδε – ο Άγιος δεν  ήταν  ποια  εκεί. Στη θέση του βρισκόταν μια
 όμορφη κοπέλα. Χαμογέλασε  αχνά  στη  γυναίκα  και ήρθε  κοντά με  απλωμένα  
τα  χέρια.
Εκείνη νόμισε
πως ήθελε  να την αγκαλιάσει .Ύστερα  κατάλαβε  πως  της έδειχνε κάτι πού είχε  στα
χέρια. ’Όταν  καλοκοίταξε είδε  πως κρατούσε σε αυτά από ένα μαχαίρι .Εκείνη τη στιγμή μια παιδική  φωνούλα  άρχισε να φωνάζει;
-         Γιαγιά, γιαγιά…..
Η θεία Ελέγκω ξύπνησε τρομαγμένη και είδε την εγγονή της τη  Μαρίτσα να στέκε-
ται  μπροστά της.
-         Γιαγιά, έλα γρήγορα σπίτι, σε θέλουν.
-         Ποιοι με θέλουν παιδάκι μου;
-         Είναι πολλοί εκεί και η μαμά κρατάει  την  κοιλιά της  και  φωνάζει.
<<Να γεννάει η νύφη μου άραγε ;>> σκέφτηκε η γριά.
Έτρεξε  στο σπίτι του γιου της. Όταν μπήκε η ετοιμόγεννη την κοίταξε όλο αγωνία:
-         Μάνα, άλλη μέρα δεν είπες  πως θα γεννήσω; Νωρίς δεν είναι;
-         Μη φοβάσαι κόρη μου, θα έκανα λάθος στο μέτρημα. Θα δεις όλα καλά θα
πάνε .Είδα και τον Αι-Γιώργη στο ύπνο μου, αυτός  θα σε προστατέψει.

Το παιδί γεννήθηκε μετά από λίγες ώρες. Η γιαγιά πήρε το μωρό στα χέρια και άρχισε
να το ψαχουλεύει να δει αν ο εγγονός πού απέκτησε είναι καλά. Βγήκε έξω από το
δωμάτιο, θέλοντας να  συγχαρεί  πρώτη τον γιο  της.
-         Άιντε….το  κάναμε και το αγόρι. Ύστερα από τρία κορίτσια ήρθε και το
σερνικό!
. Στο είπα  ότι αυτό θα είναι  αγόρι, δεν στο είπα; Έλα να τον δεις .Εκείνος
ντράπηκε τι  μάνα του και της  αποκρίθηκε;
     - Μετά, μάνα, μετά …Άσε  πού  πρέπει να τρέξεις  στο   Λάμπη γιατί έχουν πιάσει
         πόνοι και τη δική του γυναίκα.
-         <<Τι είναι  τούτο το σημερινό, το ένα παιδί έρχεται  πίσω από το άλλο >> σκέφτηκε  η  θεία  Ελέγκω
.Έφυγε βιαστική για το σπίτι του Λάμπη. Ποτέ δεν φαντάστηκε  πως θα
μπορούσε να  τρέξει  τόσο γρήγορα .Η πεθερά του Λάμπη την  δέχτηκε με χαμόγελο;
-         Φως στα μάτια  μας, Ελεγκω, να μας ζήσει.
Εκείνη χωρίς  να απαντήσει πήγε κοντά στο μωρό, το κοίταξε στοργικά και είπε;
-         Αυτόν θα τον βγάλουμε  Γεώργιο;
-         Πως ήξερες ότι είναι αγόρι;  ξαφνιάστηκε η νύφη της.
-         Μου το είπε ο Αι-Γιώργης.
Η άλλη δεν κατάλαβε όμώς δεν μίλησε, ήταν εξαντλημένη και ήθελε να ξεκουραστεί
Τη νύχτα η θεία Ελέγκω άργησε  να κοιμηθεί. Σκεφτόταν τα νεογέννητα εγγόνια της.
Αφού το δεύτερο θα έβγαζε  Γιώργο, το πρώτο θα  έβγαζε  Ιωάννη ,σαν  το μακαρίτη
τον άντρα της. Ύστερα θυμήθηκε το όνειρο πού είδε και μια ανησυχία μπήκε  στην
καρδιά της. Καλό βέβαια  το όνειρο- δύο παιδιά  ήρθαν στην οικογένεια-  όμως
εκείνο  το  κορίτσι  με
τα μαχαίρια  την αναστάτωσε κάπως.  Την  πήρε ο ύπνος τα ξημερώματα.

                                       ………………………………………………………
Στη βάφτιση  των  παιδιών κάλεσε όλο το χωριό. Οι καλεσμένοι δεν χώρεσαν όλοι
στην  εκκλησία και πολλοί κάθισαν έξω. Και στο τραπέζι  πού έκαναν  ήρθαν όλοι οι
χωριανοί. Το γλέντι κράτησε ως το πρωί και το  θυμόντουσαν οι άνθρωποι για πολύ
καιρό Περνούσαν τα χρόνια….Μεγάλωναν τα παιδιά και η θεια Ελεγκω όλο και πιο
αραιά θυμόταν το  όνειρο της .Τα αγόρια, μόλις σταμάτησαν το θηλασμό, τα πήρε κο-
ντά της. Τους είχε τέτοια αδυναμία πού δεν μπορούσε λεπτό χωρίς αυτά. Ακόμα και
όταν πάντρεψε τον μικρότερο γιο πού ζούσε μαζί της, αυτά έμειναν κοντά της .Κάνα-
νε πολύ καλή παρέα οι τρεις τους ….Όπού η γιαγιά, εκεί και τα  εγγόνια.. Τησ  
Κυριακής  τα πρωινά, θα τους έβρισκες στην εκκλησία, τα καλοκαίρια στα παρχάρια
και το χειμώνα μαζεμένους γύρω από τη φωτιά, να ακούνε τα παιδιά της  γιαγιάς
τα μεσέλια .Όταν όμως άρχισαν να έρχονται και άλλα  εγγόνια , τα αγόρια πήγαν στους
γονείς τους. Έτσι η γυναίκα, πού δεν μπορούσε χωρίς αυτά, την περισσότερη ώρα της
ημέρας την έτρωγε πηγαίνοντας από το ένα σπίτι στο άλλο .Μα και τα παιδιά
συνέχεια την αναζητούσαν………..Θα ‘τανε κάπου πέντε χρονών όταν αρρώστησε ο
Γιαγκούλης. Πόναγε η κοιλίτσα του γύρευε την καλομάνα του…
-Θέλω τη γιαγιά μου…Να έρθει  εδώ η γιαγιά μου.                                                     
Τι να έκανε  η δόλια  η γιαγιά; Πήγε μέσα στη νύχτα…Τον εξέτασε προσεκτικά και
αποφάνθηκε                                                                                                                      
-         Έπεσε ομφαλός σου.                                                                                                     
Το παιδί κοίταξε τον ομφαλό του και της είπε;                                                                
-Γιαγιά, δεν έπεσε, εδώ τον έχω…                                                                            
Χαμογέλασε εκείνη;                                                                                                      
-Έπεσε από την θέση του, όχι κάτω ..Τώρα θα πω το τροπάρι του ομφαλού και θα τον σηκώσω.                                                                                                                              
Πήρε μια βελόνα, την έβαλε σ ’ένα μικρό πιάτο και είπε το τροπάρι…                             
Ύστερα από λίγη ώρα ανακοίνωσε;                                                                                  
-Πεσμένος ήταν. Τώρα γιαβρί μου θα περάσει ο πόνος.                                            
Πράγματι ο πόνος πέρασε, ο Γιαγκούλης ηρέμησε και αποκοιμήθηκε.                         Την άλλη ημέρα τα διηγήθηκε όλα στον ξάδελφο του .Και ξανά να τρέχει η γιαγιά μέσα στη νύχτα…Αυτή τη φορά πόνεσε η κοιλίτσα του Γιωργούλη …Και όπως το περίμενε, το παιδί δεν είχε τίποτα. Του είπε όμως;                                                   
-  Κάτι  έφαγες το βράδυ και σε πείραξε…                                                                      -  Όχι γιαγιά, θα μου έπεσε ο ομφαλός. Θέλω να πεις το τροπάρι του ομφαλού.                    Άρχισε να μουρμουράει η θεία Ελέγκω κάτω από τη μύτη της, να τον ξεγελάσει   
Δεν τα κατάφερε όμως.                                                                                               
-         Γιαγιά; της είπε .Χρειάζεσαι πιάτο, νερό και βελόνα.                                              
Τελικά τα έκανε όπως έπρεπε; αλλιώς δεν γλίτωνε από το Γιωργούλη.
                                   …………………………….
Το σχολείο ήταν η αιτία πού αραίωσαν οι επισκέψεις της στα εγγόνια. Τους άρεσε
ο σχολείο και τα έπαιρναν εύκολα τα γράμματα .Όταν μεγάλωσαν λίγο ακόμα ,άρχισαν να βοηθούν τους πατεράδες στις δουλειές και δεν είχαν σχεδόν  καθόλου  χρόνο για την   καλομάνα  τους. Στεναχωριόταν αυτή και  έλεγε;
-         Να… Μεγάλωσαν  ποια, δεν με έχουν ανάγκη…Ύστερα  πάλι έλεγε;
-         Γερά ας είναι  και αγαπημένα. Για τα΄ άλλα έχει ο θεός…
Κάθε Κυριακή πού άκουγε την καμπάνα της εκκλησίας να χτυπάει, ήξερε ότι τα παλικάρια της την καλούν .Τα χρόνια περνούσαν, τα αγόρια  έγιναν είκοσι χρονών άντρες και όλοι τους φώναζαν Γιάγκο και Γιωρίκα .Μόνο η γιαγιά τους φώναζε όπως πριν; Γιαγκούλη και Γιωργούλη.                                                                      

Τον τελευταίο χειμώνα η θεία η Ελέγκω τον πέρασε χωρίς να βγει καθόλου από το
σπίτι, ήταν όλο άρρωστη. Μόνο την άνοιξη, όταν ζέστανε ο καιρός, βγήκε έξω στην
αυλή. Κάθισε κάτω από την καρυδιά, σκέφτηκε το ένα και το άλλο, ύστερα
αποκοιμήθηκε . Και είδε  όνειρο, ολόιδιο με αυτό πού είδε πριν είκοσι χρόνια.
Και τον άγιο και την κοπέλα… Μόνο πού αυτή τη φορά μίλησε στο κορίτσι;
-Κόρη μου , γιατί κρατάς αυτά τα μαχαίρια, κορίτσι πράγμα. Τι θέλεις να κάνεις μ’
αυτά;
-Θα  μάθεις όταν έρθει η μέρα του Αγίου Γεωργίου-απάντησε το κορίτσι.
Χάθηκε και η θεία Ελέγκω ξύπνησε τρομαγμένη.  Την αναστάτωσε το όνειρο πιο
πολύ και  από την πρώτη φορά  και  περισσότερο  τα λόγια της κοπέλας. Σκέφτηκε να
μιλήσει  σε κάποιον  για αυτό,   όμως μετάνιωσε; Άλλωστε    τις περισσότερες φορές
τα όνειρα δε σήμαιναν τίποτε. Θα πήγαινε να ξάπλωνε και θα  ηρεμούσε.
                                        ………………………….                                   
Την ημέρα του Αγίου Γεωργίου γιόρταζε η εκκλησία του χωριού. Κόσμος  πολύς
ερχότανε από τις γύρω περιοχές .Ο Γιάγκος και Γιωρίκας περίμεναν πως και πως
αυτή την ημέρα .Θα χόρευαν και θα διασκέδαζαν με την καρδιά τους .Ανήμερα
της γιορτής, ακόμα και αν ήταν καθημερινή, κανένας δεν πήγαινε για δουλειά
γιατί ο Άγιος ήταν αυστηρός, τον φοβόντουσαν ακόμα και οι Τούρκοι .Η καμπάνα
κάλεσε τους χριστιανούς και όλοι οι χωριανοί πήγαν στην εκκλησία .Όλοι  εκτός
από την θεία Ελεγκω .Έμεινε στο σπίτι γιατί δεν ένοιωθε καλά .Δεν ήθελε να
κάτσει κανένας κοντά της…Προσευχήθηκε στον Άγιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι,
όμως προσπάθησε να μην κοιμηθεί. Φοβόταν πως θα ονειρευόταν ξανά το κορίτσι.
                                       ………………………
Έξω από την εκκλησία είχε αρχίσει το πανηγύρι. Τα ξαδέλφια μπήκαν από τους
πρώτους στο χορό. Δεν σταμάτησαν λεπτό να χορεύουν..
Ύστερα από πολύ ώρα. κουράστηκαν  και είπαν να πάρουν μια ανάσα.
 Γέλια κοριτσιών ακούστηκαν κοντά τους .Κοίταξαν προς τα εκεί και είδαν μια
άγνωστη κοπέλα ανάμεσα στην παρέα των συγχωριανών τους .Και αυτή όμως τους
είδε .Έλαμψαν τα μαύρα  μάτια της .Με χαμηλωμένο βλέμμα κοίταξε τον Γιάγκω,
γύρισε προς το μέρος του Γιωρίκα και του χαμογέλασε. Ρώτησαν τα αγόρια να
μάθουν ποια είναι;
-Η Δέσπω είναι, του τάδε η θυγατέρα, απάντησαν…
Τον είχαν ακουστά τον πατέρα της. Μα και ποιος δεν ήξερε τον πιο πλούσιο
άντρα της περιοχής ;Όταν είδαν την Δέσπω να μπαίνει στον κύκλο του χορού
έτρεξαν και οι δύο κοντά της. Θέλησαν να χορέψουν πλάι της. Όμως έπεσαν
ο ένας πάνω στον άλλον, έσπρωξε ο ένας  τον άλλον και ξαφνικά θύμωσαν πολύ.
Έτσι μέσα σε μια στιγμή  οι καρδιές τους, που για είκοσι ολόκληρα χρόνια ήταν
γεμάτες  από αγάπη  ο  ένας  για  τον  άλλον, πλημμύρισαν από οργή και τα μάτια τους γέμισαν μίσος…
                        …………………………………….
Στο σπίτι η θεία Ελέγκω άρχισε να μην  αισθάνεται καθόλου καλά. Ζαλιζόταν και
πονούσε το στήθος της. Ανακάθισε στο κρεβάτι για να δει στην αυλή αν έρχεται
κάποιος .Δεν είδε κανέναν  παρά μια ομίχλη να απλώνεται στην αυλή και την
κοπέλα του ονείρου να εμφανίζεται  μέσα  από αυτήν .Στα χέρια τις κρατούσε μαχαίρια
και βάδιζε προς την καρυδιά.
Η ηλικιωμένη γυναίκα δεν ήξερε  πια αν  έβλεπε όνειρο η αν ήταν πραγματικότητα
Είδε στην καρυδιά δύο καινούρια κλαδιά και το κορίτσι να τα ακουμπάει με τα
μαχαίρια .Αίμα φάνηκε εκεί πού τα άγγιξε. Κόπηκαν τα κλαδιά και άρχισαν να
πέφτουν. Αγωνία έπιασε τη δόλια τη γριά. Άπλωσε τα χέρια να προλάβει να τα
πιάσει, όμως έπεσε η ίδια πάνω στα μαξιλάρια της….
                           …………………………………………..
Στο πανηγύρι οι χωριανοί είδαν έντρομοι να πέφτουν στη γη δύο κορμιά και να
κοκκινίζει το χορτάρι κάτω από αυτά. Πάγωσαν όταν κατάλαβαν πως χάθηκαν τα
παλικάρια. Μεμιάς χάθηκε η χαρά όλον και άρχισε ο θρήνος.                               
Στο νεκροταφείο έσκαψαν δύο τάφους, έναν μεγάλο και έναν μικρό.
-Γιατί δύο- αναρωτήθηκε ο κόσμος- αφού πέθανε και η γιαγιά των παιδιών.
-Και γιατί ο ένας είναι πιο μεγάλος;
Όταν στο μεγαλύτερο έθαψαν τα αγόρια μαζί, είπαν;
-Έτσι έπρεπε…Μαζί στη ζωή, μαζί και στο θάνατο- Έκλαψαν πολύ…Και ο ουρανός
ακόμα έκλαψε για το θάνατο τους  και  έβρεχε ασταμάτητα. Είπαν πάλι οι
άνθρωποι:
- Καλά πού πέθανε η θεία Ελέγκω και δεν γνώρισε το χαμό των εγγονών της,
 πως θα άντεχε τέτοιο πόνο;
Πού να ήξεραν, πως εκείνη  μέσα  της  το γνώριζε.  Πως ο πόνος για το χαμό των
αγοριών  της,  ήταν  αυτός  που   την   σκότωσε.
.Ύστερα όλοι έφυγαν .Έμειναν εκεί οι τρεις τους, τα δύο ξαδέλφια  με τη
γιαγιά Ελέγκω πλάι τους, να  τους   φυλάει για πάντα.
Τον Γιαγκούλη της και τον Γιωργούλη της.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου