Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

ΤΟ ΘΛΙΜΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ ( ΔΙΗΓΗΜΑ)

<Πρόσφατα  μια  συγγενείς  μου,  μου  μίλησε  για  τον  μακαρίτη  παππού  της. Γεννημένος   στη  Τουρκία, αναγκάστηκε   να  διαφύγει  στο  Καύκασο  και  ύστερα  από  λίγες  δεκαετίες  εξορίστηκε  στην  Ασία.  Όλα  τα  χρόνια  της  ζωής  του  ονειρεύονταν   πως  κάποτε   θα  κατάφερνε,   να  έρθει   στην  Ελλάδα.  Είχε  και  μια  άλλη  επιθυμία:  να  επισκεφτεί  την  Τουρκία,  να  βρει  το  πατρικό  του  σπίτι.  Έλεγε  χαρακτηριστικά: < Ας  φτάσω  στην Ελλάδα , και  από  κι , ακόμα  και  μα  τα  πόδια  μου  θα  πάω  στη  ΄Τουρκία  να  ψάξω  το  σπίτι  μου. Και  αν  απ  αυτό  έχει  μείνει  έστω  και  μια  πέτρα,  εγώ  θα  το  βρω!>



                                    
                                                ΤΟ  ΘΛΙΜΜΕΝΟ    ΣΠΙΤΙ

Το  γέρικο  Σπίτι,  στη  πλαγιά  του λόφου,  κοιμόταν βαθιά.  Κανένας  ήχος  δεν  τάραζε  την  ησυχία  εκείνης    της  καλοκαιρινής  νύχτας. Ούτε  καν  τα  πουλιά,  οι  αιώνιοι   εχθροί  του  σπιτιού,  δεν  είχαν    ξεκινήσει  ακόμα  την  πρωινή  φασαρία.    Είχαν  εισβάλλει    στο  Σπίτι  πριν  από πολλές  δεκαετίες  και  έγιναν  ισόβιοι  συγκάτοικοί  του.  Η  αλήθεια  είναι, πως  αν   τα  πουλιά  το  εγκαταλείπανε,  όπως  και  οι  άνθρωποι  που  κάποτε  ζούσαν  σ  αυτό,  το  Σπίτι  θα  είχε  καταρρεύσει. Όταν  ήταν  καινούριο,  καμάρωνε  για  την  περιωπή   θέση  του. Χτίστηκε    πριν  από πάρα  πολλά χρόνια  και  ήταν  πολύ  περήφανο  για  τον  εαυτό  του.  ‘Όπως  ήταν  περήφανη  για  το σπίτι τους  και  η  οικογένεια  που το  έχτισε.  Ένα  αντρόγυνο,  με  τρία  παιδιά. Στην  αρχή  το  Σπίτι  ήταν  κάπως  δύστροπο: δεν  έκλιναν  τα  παράθυρά του,  έτριζαν  τα  ξύλινα πατώματά  του  και  το  τζάκι  δεν  έλεγε  να  αφήσει  να  πάρει  μπρος  η  φωτιά. Οι  άνθρωποι  όμως  δεν  δίνανε  καμιά  σημασία  σ  αυτά και  έδειχναν  τέτοια  αγάπη  για το  Σπίτι  που με  το  καιρό,  τους  αγάπησε  κι  αυτό. Μέσα σε  ένα μήνα  έμαθε  τα   ονόματά  τους , αν  και  αρχικά  μπερδευόταν  κάπως. Δεν  μπορούσε  να  καταλάβει  γιατί,  ενώ  τα  μικρά  φώναζαν  τους  μεγάλους  <  πατέρα>  και  < μητέρα>,  εκείνοι  φώναζαν  ο  ένας  τον  άλλον  < Μύρω>  και  <Θανάση>. Το  αγόρι  το  έλεγαν  Λευτέρη και  τα  δύο  κοριτσάκια  Μαρίτσα   και  Ελενίτσα. Ύστερα  μέσα στο  Σπίτι, από  το  πουθενά,  βρέθηκε  ένα ακόμα  παιδί  και πριν  καλά-καλά  μιλήσει  αυτό,  άλλο  ένα. Όλη  την  ημέρα  το  Σπίτι  ήταν  ανάστατο.   Το  αντρόγυνο σηκωνόταν  νωρίς  το  πρωί. Ο  Θανάσης ,   τρώγοντας  πρώτα  ένα  κομμάτι ψωμί,  έφευγε   για  τη < δουλειά>. Έτσι  έλεγαν  το  μέρος,  όπου  έλειπε  όλη  μέρα . Η  Μύρω   έβγαινε  και  αυτή.   Πήγαινε  πίσω  από  το  Σπίτι,  στο <μαντρί>.Ποιος  ξέρει  τι  μέρος  λόγου ήταν  κι  αυτό; Το  Σπίτι ,  με  δύο  δωμάτια και  μια  μικρή  κουζίνα έβλεπε  μόνο  μπροστά,  στην  ανατολή. Λίγο  πιο  χαμηλά   απλωνόταν  το  χωριό.   Ο  δρόμος   που  ξεκινούσε  από κι  ανέβαινε,    πέρναγε  δεξιά  από  το  σπίτι. Μπροστά  στην  αυλή,  ο  Θανάσης  φύτεψε  μια  κληματαριά.   Με  το  καιρό  μεγάλωσε  και  απλώθηκε  πάνω  στη  ξύλινη  κρεβατίνα. Αριστερά,  στο  μικρό  κήπο,  μεγάλωνε  μια  μηλιά. Το  Σπίτι  με  την  άκρη  του  παραθύρου  του έβλεπε    κάτι  πρασινάδες.  Όταν  πλησίαζαν  τα  κρύα ,  αυτά  τελείωναν.  Ύστερα,  όταν έφτιαχνε  ο  καιρός  η  Μύρω  και ο  Θανάσης  φύτευαν  άλλα. Υπήρχαν  μέρες  που  ο  πατέρας  έμενε  σπίτι. Αυτές  τις  μέρες,  τις  έλεγαν <  Κυριακές>. Τα  πρωινά  αυτών  των  ημερών  η οικογένεια  πήγαινε  στην < εκκλησία.> Ούτε  αυτό  δεν  ήξερε  το  Σπίτι,  τι  είναι. Μεγάλοι  και  μικροί  φορούσαν  όμορφα  ρούχα  και  έλειπαν  όλοι  μαζί,  για  λίγη  ώρα. Το  τι  στενοχώρια  έπιανε   το  Σπίτι  εκείνο  το  διάστημα,  δεν  λέγετε!  Δεν  άντεχε  τη  μοναξιά  ούτε  τόση  δα  στιγμούλα!   Οι  πιο  ευτυχισμένες  μέρες  του  Σπιτιού  ήταν  οι  γιορτές. Και  απ ότι  κατάλαβε  ,  το  ίδιο  ίσχυε  και  για  την οικογένεια.  Τις  γιορτές άλλοτε  τις  λέγανε < Πάσχα>,  άλλοτε  <Χριστούγεννα>  και  άλλοτε  <Πρωτοχρονιά> Τότε  το  σπίτι  γέμιζε  ξένο  κόσμο. Πάνω  στο  τραπέζι  η Μύρω  αράδιαζε    πιάτα  με διάφορα  φαγητά. Όλη  την  προηγούμενη  μέρα  η  γυναίκα   πέθαινε   από  τη  κούραση .Ανήμερα  όμως  της  γιορτής,  ντυμένη  στη  καινούρια  της  φορεσιά  και  χτενισμένα  σε  χοντρή   κοτσίδα  τα  μαλλιά της ,  έλαμπε  από  χαρά. Πάντα  κάποιος  από  τους άντρες  έφερνε  λύρα  και  το  γλέντι  στο  τραπέζι  κράταγε  μέχρι το  πρωί. Υπήρχαν  και  άλλες  χαρούμενες  μέρες . Όπως  τότε  που  βάφτισαν  τα  μικρά.   Στο  Σπίτι  άρχισαν  να  μπαίνουν  κι  άλλοι  άνθρωποι,   τους  έλεγαν  < κουμπάρους>.  Άλλη  μια  φορά,  οι  άνθρωποι  του  Σπιτιού  ήταν  χαρούμενοι  για  ένα  εντελώς    περίεργο  λόγο. Εκείνη  την ημέρα ο Θανάσης  γύρισε  πίσω  σέρνοντας  μαζί  του ένα  αλλόκοτο   πλάσμα. Ο  Λευτέρης  που  είδε  πρώτος  τον  πατέρα  του,  έτρεξε  έξω  φωνάζοντας: < Έφεραν  το  κτήνος,  έφεραν  το  κτήνος!.>  Η  Μύρω    θήλαζε  το  μικρότερο  από  τα  παιδιά.  Όπως  το  κράταγε,  βγήκε  κι  αυτή  στην  αυλή. Τα  δύο  κοριτσάκια  την  ακολούθησαν ξεχνώντας  το  άλλο    μωρό  μέσα.  Ο πατέρας  τους  άφησε  για  λίγο  να  θαυμάσουνε  το  < κτήνος>  και  ύστερα  το  πήγε  στο  <μαντρί>.Το  βράδυ  η  Μυρω  πήγε  να  επισκεφθεί  το  πλάσμα  και  γύρισε  κρατώντας  στα  χέρια  τις  ένα  κουβά γεμάτο  άσπρο  υγρό. Το  έβρασε  στη  φωτιά  και  ύστερα  έφτιαξε ζυμάρι. Όταν  φούσκωσε,   άρχισε  να  φτιάχνει  τηγανίτες. Μπορεί  εκείνο  το  βράδυ στο  τραπέζι να  μην  ακούστηκαν  μουσική  και  τραγούδια.  Το  Σπίτι  όμως   ήξερε  με  βεβαιότητα  πως  η  οικογένεια  είχε  γιορτή. Το  κατάλαβε  από  τη  χαρά,  που  ήταν  ζωγραφισμένη   στα  πρόσωπα  μικρών  και  μεγάλων. Όπως  καταλάβαινε   και  άλλα  συναισθήματα  της  οικογένειας. Όταν  είχαν  στενοχώριες το  Σπίτι  το  ένιωθε  και  στενοχωριόταν  κι αυτό. Όπως  όταν  αρρώστησε  και  πέθανε  το  πιο  μικρό  <μωρό>. Τα  μάτια  της  μάνας  για  πολύ  καιρό  έμειναν  λυπημένα.   Τις  νύχτες,  όταν  όλους έπαιρνε ο ύπνος,   το  Σπίτι  άκουγε  μέσα  στη  νύχτα  το  σιγανό,  παραπονεμένο   κλάμα της.  Και  τη  χρονιά  που  το  χαλάζι  κατάστρεψε  ολοσχερώς  το  μικρό κήπο   , πάλι  μέσα  στο  Σπίτι  έπεσε  βαριά  σιωπή. Φεύγανε   όμως  οι  δύσκολες  μέρες. Γύριζε  η  χαρά  στα πρόσωπα  των   ανθρώπων  και  το  Σπίτι,  χαρούμενο  κι εκείνο, συνέχιζε  να  σκορπάει  το  καπνό  του  τζακιού  γύρο  του. Τα  πρωινά  πια,  δεν  ήταν  μόνο  ο Θανάσης  που  έφευγε  από  το σπίτι. Λίγο  αργότερα  έφευγε  και  ο  Λευτεράκης,  για  να πάει  στο < σχολείο.> Πήγαινε  εκεί  λέει,  για  να  μάθει  <γράμματα>!  Και  σαν  να  μην  έφτανε  αυτό,  λίγο  μετά  στείλανε   μαζί  του  και  τα  κορίτσια. Το  σπίτι  είχε  θυμώσει  πολύ. Μα πως  μπορούσανε όλοι  τους  να  το  αφήνουνε  τόσες  ώρες  μόνο  του; Ακόμα  και  το  μικρό  το  παιδί,   όταν  έκανε  η  μάνα  του  να  βγει  έξω,  έτρεχε  ξοπίσω  της. Μόλις  όμως  οι  οικογένεια  συγκεντρωνότανε  στο   Σπίτι  όλη  η  αγανάκτηση  του  εξανεμιζότανε. Γιατί  ήξερε  πως  κανένας  τους  δεν  μπορούσε  να  κάνει  χωρίς  αυτό. Και  ύστερα  μια  μέρα,  εντελώς  ξαφνικά,  η  οικογένεια  το εγκατάλειψε. Το  προηγούμενο  βράδυ ήρθαν  στο  σπίτι  κάποια  άτομα  και  μίλησαν  στους  γονείς. Ήταν  αναστατωμένοι  και ύστερα  από  λίγες κουβέντες  έφυγαν  βιαστικά. Οι  μεγάλοι δεν  κοιμήθηκαν  καθόλου  εκείνη  τη  νύχτα. Μάζευαν σε  μπόγους  ρούχα  και τρόφιμα. Όταν  τέλειωσαν,  η  Μύρω  άναψε  το  καντηλάκι  μπροστά  στις  εικόνες και  ύστερα  και  οι  δύο  κάθισαν    στο  τραπέζι.  Έμειναν  εκεί  σοβαροί  και  αμίλητοι  μέχρι   το  χάραμα  Δεν  είχε   ξημερώσει  καλά-καλά,  όταν  πήγαν  και ξύπνησαν  τα  μεγαλύτερα  τα παιδιά.  Τους  είπαν  να  ντυθούνε .  Τρομαγμένα  υπάκουσαν  τους  γονείς. Μετά βολεύτηκαν    δίπλα-δίπλα  σε  μια  γωνιά  και  σφίχτηκαν  το  ένα  πάνω  στο  άλλο. Δεν έβγαλαν  άχνα.  Κοιτούσαν  μόνο  με  απορημένα  βλέμματα  το  Θανάση  με  τη  Μύρω. Ύστερα  ήρθαν  δύο  άντρες  με  όπλα. Μιλούσαν  φωναχτά  μια  ακαταλαβίστικη  γλώσσα.  Ο πατέρας  τους  ζήτησε  να  πάει,  να  αφήσει  ελεύτερα  τα  ζωντανά  και  εκείνοι  κούνησαν  συγκαταβατικά   τα  κεφάλια  τους. Αυτός  βγήκε  και  γύρισε  σχεδόν  αμέσως. Μοίρασε  στα παιδιά   τους  μικρούς  μπόγους  και  φορτώθηκε  ο  ίδιος  τους  δύο  μεγάλους.  Η  Μύρω  πήγε  κοντά  στο  εικονοστάσι, έσβησε  το  καντηλάκι  και μάζεψε  όλες  τις  εικόνες. Πήρε  το  μωρό  αγκαλιά  και  όλοι  έφυγαν  από  το  σπίτι. Κατηφορίζοντας    το  δρόμο,   όλοι  τους     γύριζαν  πίσω  τα κεφάλια    και  το  κοίταζαν.  Σαν  να  το  αποχαιρετούσαν. Το  Σπίτι  όμως  δεν  κατάλαβε  ότι τουσ  έβλεπε  για  τελευταία  φορά. Περίμενε  πωσ θα  γυρνούσαν  από  στιγμή  σε  στιγμή. Απορούσε  που  η  μάνα  δεν  είχε  ανάψει  ακόμα  το τζάκι.  Δεν  θα  μαγείρευε   για  τον  άντρα  της  και  τα παιδιά;  Και  ύστερα,  τι  ήταν αυτός  ο θόρυβος  μέσα  στην  αυλή; Πως  βρέθηκαν  αυτά  τα μεγάλα  πουλιά  στο κήπο;  Μεσημέριαζε. Το  Σπίτι  ανησυχούσε όλο  και  πιο  πολύ. Κατά  το  βραδάκι  άκουσε  ανθρώπινες  φωνές  και  καταχάρηκε. Γρήγορα απογοητεύτηκε.  Ήταν  ένα  τσούρμο  ξένων  ατόμων  που  κυνηγούσαν   τα  πουλά  στο  κήπο.  Κάποιοι  απ  αυτούς έβγαλαν  το  <κτήνος>  από  το  <μαντρί>  και  το  τράβαγαν  προς  στο δρόμο. Το  ζώο  αρνιόταν  πεισματικά   να  προχωρήσει  και  όλο προσπαθούσε  να τους χτυπήσει  με  το κέρατά  του. Εν  τέλει  το  κατάφεραν  και  το  πήραν  μαζί. Όπως   και   όλα  τα  πτηνά. Ησυχία  απλώθηκε  γύρο από  το Σπίτι. Μια  ησυχία  που  του προκαλούσε  απέραντη  θλίψη. Όταν  το  πρωί  ήρθαν κι άλλοι  ξένοι και άρχισαν  να  ξηλώνουν  πόρτες  παράθυρα και  πατώματα,  το  Σπίτι  το  πήρε απόφαση:  οι  δικοί  του  το  είχαν  εγκαταλείψει. Επίσης   πήρα  μια  άλλη απόφαση.  Θα  περίμενε  την  οικογένεια  ώσπου  να   γύριζε  κοντά  του! Έτσι  περνούσαν  τα  χρόνια Το  Σπίτι με  το  πέρασμά  τους όλο  και   έχανε κάτι  από  τον εαυτό  του. Πρώτα  έπεσε  η  οροφή  του.  Αυτό  επέσπευσε   τη  φθορά  του  Σπιτιού. Χωρίς  σκεπή,  οι  βροχές  μπόρεσαν  με  μεγαλύτερη  ευκολία  να  ξεγυμνώσουν  τους  τοίχους  από  σοβάδες. Τα  πρώτα  χρόνια  η  κληματαριά  με  τη  μηλιά έδιναν  καρπούς και έτσι  τα  πουλιά έβρισκαν  άφθονη  τροφή  κοντά  στο  Σπίτι .Αργότερα  έφτιαξαν  φωλιές  μέσα  σ αυτό  και  γίνανε  συγκάτοικοι  του. Ακόμα  και  όταν  η  κληματαριά  με  τη  μηλιά  ξεράθηκαν  εκείνα  δεν  το  ξεχνούσανε. Φεύγανε  το  χειμώνα   και  ξανά-γύριζαν  την  άνοιξη  να  χτίσουν  καινούριες  φωλιές.  Το  Σπίτι  χρόνο  με  το  χρόνο  γέμιζε  όλο  και  περισσότερη  θλίψη. Κάθε  του  γωνιά  πια  είχε  γεμίσει  μ αυτή. Δεν  την  άντεχε  άλλο, τον  είχε  κουράσει  πολύ. Εκείνη  τη  καλοκαιρινή  νύχτα,  το γέρικο  Σπίτι  στη  πλαγιά  του  λόφου πήρε  την  τελευταία  του  απόφαση.  Δεν  θα  περίμενε  άλλο  την  οικογένεια   Και  αφότου  την  πήρε,   κοιμήθηκε βαθιά. Κανένας  ήχος δεν  τάραζε  τον  ύπνο  του. Ούτε καν  τα  πουλιά,  δεν  είχαν ξεκινήσει  την  καθημερινή  φασαρία  τους,  κι  ας  ξημέρωνε  πια. Ξαφνικά  το  Σπίτι  ξύπνησε.   Του  φάνηκε  πως  άκουσε  ανθρώπινες  φωνές. Πλησίαζαν  και  το  Σπίτι είχε  αρχίσει  να  ξεχωρίζει  γνώριμες  ομιλίες. Βήματα  ακούστηκαν  κοντά  στην  εξώπορτα  και  μια γυναικεία   φιγούρα  πέρασε  το  κατώφλι. Φώναξε  δυνατά  πίσω  της<  Μύρω,  έλα,  εδώ  είναι!  Το βρήκα  επιτέλους!>  Άλλη  μια  γυναικεία  φιγούρα  πέρασε  μέσα  στα  ερείπια : <Είσαι  σίγουρη   θεία  πως  είναι  αυτό; Είναι  σκοτεινά  ακόμα,  δεν  ξεχωρίζω  τίποτα!>  Η  άλλη  απάντησε  με  συγκινημένη  φωνή:  < Έχει  αρκετό  φως  για  να  δω  το  σπίτι  μου.  Εξάλλου, και  με  δεμένα  μάτια  να  μ έφερνες, εγώ θα  το  έβλεπα!  Με  τα  μάτια  της  μνήμης  μου.  Κοίτα  αυτά   τα  ερείπια.. Κάποτε  εδώ  υπήρχε  ένα  τζάκι.  Αυτή  η  πόρτα  δεξιά  ήταν  του  δωματίου  μας,  η    απέναντι  των  γονιών  μας.  Ο Δημητράκης   ήταν  πολύ  μικρός,  τον  είχανε  μαζί  τους…. Να,  σ  αυτόν   τον  τοίχο  είχαμε  το  εικονοστάσι. Η  γιαγιά  σου η  Μυροφόρα,   όταν  φεύγαμε,  κατέβασε  και  πήρε  όλες  τις  εικόνες  μαζί.  Το  εικονοστάσι  ήταν  ξύλινο,  θα  έχει  σαπίσει   ύστερα  από  εβδομήντα  πέντε χρόνια  και  βάλε……Μα  για  στάσου,  τι είναι  αυτό  εκεί  κάτω;   Όχι  εκεί,  πιο  δεξιά…βοήθησε  με  να  πάω  πιο  κοντά.  Έτσι  μπράβο!  Για  να  το  σηκώσω, να  δω…. Έλα  Θεέ  και  Κύριε! Το  καντηλάκι  μας!  Και  η  καημένη  η  μητέρα , πάντα  πίστευε,  πως  χάθηκε στο  δρόμο. Τώρα  θα  έχω  να ανάψω  δύο  καντηλάκια!>  Το  Σπίτι,  όσο  μίλαγε  η  <θεία>,  φανταζόταν  πως  ήταν  μια  από  εκείνες  τις  παλιές  γιορτινές μέρες,  τόσο  μεγάλη  ήταν η  χαρά του .Η  μυρωδιά  από  τα  καντηλάκια  του έδινε  την  αίσθηση  πως  όλη  η  οικογένεια  βρίσκεται  εκεί,  πωσ  γύρισε κοντά  του.  Ακόμα  και  όταν  η  καινούρια  Μύρω   έπιασε  τη  θεία  Ελένη από  το  μπράτσο, να  την  πάει  κάπου  στο <πούλμαν>, το  Σπίτι  παρέμεινε  χαρούμενο. Τα  πουλιά  που  είχαν φύγει,  τρομαγμένα  με    την  παρουσία  των ανθρώπων,  γύρισαν  πίσωστις  φωλιές  τους. Δεν τις  βρήκαν.  Γιατί  όσο  έλειπαν,  το    Σπίτι αποφάσισε  πως  ήρθε  η  ώρα  να  πεθάνει. Πέταξαν  κλαίγοντας  πάνω από  τα  χαλάσματα.  Αν  ζούσε  το  Σπίτι  και μπορούσε  να  μιλήσει,  θα  προσπαθούσε  να  τα  παρηγορήσει.  Θα  τους έλεγε,  τι  και  αν έχασαν  τις  φωλιές  τους; Πολύ  γρήγορα  θα  τις   ξανά-έχτιζαν. Ακόμα  θα  τους  έλεγε     πως  δεν  χρειαζόταν  να  κλάψουν  για  τον  ίδιο.  Το  θλιμμένο  Σπίτι  πέθανε  ευτυχισμένο!



   <Το  όνειρο  του  γέροντα  δεν  πραγματοποιήθηκε  ποτέ. Πέθανε  και θάφτηκε  
       στα  βάθη  της  Ασίας,  σε  ηλικία  ογδόντα  χρονών.
           Καλή  σου  μνήμη  παππού  Γιάννη!>