Πριν ξεκινήσω
το κείμενό μου,
θέλω να πω
μια πραγματική ιστορία.
Το 2003, ύστερα
από κάποιο ατύχημα
του συζύγου μου,
βρέθηκα στη νευροχειρουργική κλινική ενός νοσοκομείου. Μετά την επέμβαση μας
βάλανε στο διάδρομο,
ακριβώς απέναντι από
την πόρτα κάποιου
θαλάμου. Έτυχε στο θάλαμο
αυτό να βρίσκονταν
μια γυναίκα που
φρόντιζε τον αδελφό
της και που ήταν ποντιακής
καταγωγής. Η Ελένη, έτσι
έλεγαν την γυναίκα,
μου μίλησε για
τον αδελφό της, τον
Μάριο. Είπε πως
εκείνος πριν πέντε
μήνες διαγνώσθηκε για
ανεύρυσμα στον εγκέφαλο
και χειρουργήθηκε με
επιτυχία. Εντούτοις, ενώ
είχε επαφή με
το περιβάλλον, δεν
μπορούσε καθόλου να
κινηθεί η να
μιλήσει. Ύστερα μια μέρα
μου ζήτησε να
πάω κοντά του
και να του πω λίγες
κουβέντες στα ποντιακά,
γιατί εκείνος τα
λάτρευε. Πριν την επέμβαση
ήταν ενεργό μέλος
ποντιακού συλλόγου. Της έκανα
το χατίρι. Πήγα
κοντά του, του
μίλησα, του τραγούδησα
κάμποσα δίστιχα. Ακούγοντας τα,
ο Μάριος φανερά
αναστατώθηκε, το κατάλαβα
από την έκφραση
του προσώπου του. Μετάνιωσα που συμφώνησα με
την αδελφή του.
Το βράδυ έφυγα
για το σπίτι και γύρισα
το πρωί στο
νοσοκομείο. Μπαίνοντας στο
διάδρομο και βλέποντας
την κλαμένη την
Ελένη να πηγαίνει
πέρα-δώθε με το
κινητό στο αυτί,
μου κόπηκαν τα
πόδια. Φοβήθηκα πως ο Μάριος
έπαθε κάτι σοβαρό,
όμως όταν είδα την
Ελένη που μου χαμογελούσε
και μου κούναγε
το χέρι, ανακουφίστηκα. Συνέβη λοιπόν
το εξής θαυμαστό:
εκείνο το πρωινό
ο ακίνητος και σιωπηλός
Μάριος, επιτέλους κινήθηκε
και μίλησε. Αργότερα, την ίδια μέρα, τον
Μάριο επισκεφτήκανε ίσαμε
και είκοσι συγγενείς
και φίλοι, οπότε εγώ
τον είδα την
άλλη μέρα. Όταν μπήκα,
μου φάνηκε πως
είναι μόνος του, δεν
πρόσεξα ότι δίπλα
του ήταν σκυμμένος
ένας νεαρός. Χαιρέτησα
τον Μάριο: το
παιδί αμέσως σηκώθηκε
και μου χαμογέλασε
με ένα πλατύ χαμόγελο. Ρώτησε
αμέσως: - Μήπως είστε
η πόντια από
το Μενίδι;- προφανώς
το κατάλαβε από
την προφορά μου.
Κούνησα το κεφάλι
μου. Εκείνος συνέχισε
χαρούμενος: - Ξέρετε
ποια ήταν η
πρώτη κουβέντα που
μου είπε ο πατέρας
μου; Να του
φέρω CD
με ποντιακά τραγούδια!
Αυτή είναι
η ιστορία μου.
Είχα ακούσει για
πολλά θαύματα, άλλα
αυτό που έγινε,
ήταν για μένα
πρωτάκουστο. Στο άκουσμα της
μητρικής μου γλώσσας,
στο άκουσμα της
ρωμαίικης λαλιάς, ένας πρόσφυγας
τρίτης γενιάς να
συνέλθει ύστερα από
πέντε μήνες!
Δυστυχώς αυτή
η λαλιά τείνει
να σβήσει σιγά-σιγά.
Εκείνη την εποχή
στην οποία αναφέρθηκα,
υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι
που μπορούσα να
συνομιλήσω μαζί τους.
Τώρα πια κανένας δεν
μου απαντάει σ’ αυτήν
τη γλώσσα και
ας την καταλαβαίνουν.
Φοβάμαι πως σε
λίγα χρόνια, οι
μόνοι που θα
την μιλάνε θα
είναι οι εξισλαμισμένοι πριν την ανταλλαγή
έλληνες, που έμειναν πίσω στην Τουρκία, πριν σχεδόν
ένα αιώνα. Μα ακόμα
και τούτο πόσο
θα κρατήσει; Μάλλον δεν
θα αργήσει ο
καιρός που θα
σβήσει και το
τελευταίο ίχνος της
αρχαίας γλωσσικής κληρονομιάς
μας. Εδώ και
μερικά χρόνια μέσα
από το blog
μου προσπαθώ να μεταφέρω
στους νεότερους ο΄ τι
γνωρίζω ( σε λαογραφικό πάντα επίπεδο) για την
γλώσσα αυτή. Συγκέντρωσα
λέξεις, εκφράσεις, δίστιχα,
ανέκδοτα, παροιμίες. Όλα τα παρουσιάζω
στη ποντιακή διάλεκτο.
Θα ξεκινήσω λοιπόν
από τα ανέκδοτα:
Τα δύο
πρώτα είναι πολύ
παλιά. Η γιαγιά
μου, η Ελισάβετ Βελισσαρίδου, φεύγοντας από
την Τραπεζούντα το
1899, μαζί με
άλλα πράγματα, πήρε
και
ένα περιοδικό,
το οποίο περιοδικό
υπήρχε στη οικογένειά
μας μέχρι και την
εποχή που εγώ
ήμουν έφηβη. Τα ανέκδοτα
τα είχα διαβάσει η
ίδια, γι’ αυτό και τα
θυμάμαι τόσο καλά. Επίσης, εγώ ήμουνα η αιτία
να χαθεί το
περιοδικό από τα
χέρια μας. Κάποιος γείτονας,
συνομήλικος της γιαγιάς,
μου ζήτησε να
του το δώσω, γιατί
του το είχε υποσχεθεί η
ίδια. Του το έδωσα
χωρίς να ρωτήσω
κανέναν. Σε λίγες μέρες
ο κύριος αυτός
μετακόμισε, παίρνοντας το περιοδικό
μαζί του….
Έναν λογέν
φαί τρώγω!
Η θεία
Ανάστα σα βαπτίσσα
τι ανεψού’ατς( εγγονού) εφώναξε
σ σο τραπέζ και
τον ποπά-Λευτέρ. Ας’όλα σσα
καλά είχεν σ σο τραπέζ –ακόμα και χαβιάρ’. Ο ποπάς
ντο είδεν το
χαβιάρ, επηρεν’ατο εμπροστά
τ’ και
ερούξεν απάν. Η θεία
Ανάστα εφογόθεν πως
θα τρώγια’το όλο
μοναχός, λέγια’τον:
-
Πάτερ, εποίκα και
καβουρεμένα χαψία, πολλά
νόστιμα είναι!
-
Απέρω Ανάστα, απέρω
ύστερα!
Σ’ ελίγον η
Ανάστα ξαν λέει:
-
Πάτερ, και τα
κοφτάδες πα( ντολμαδάκια) πολλά
νόστιμα ειν!
-
Απέρω Ανάστα, απέρω
ύστερα!
Όντι και
να έλεγεν η Ανάστα ,ο
ποπάς έλεγεν <ύστερα>,
ώσπου ετέλεσεν το
χαβιάρ. Όνταν εκούρτεσεν τη τελευταίαν
βούκα εκλώστεν είπεν’ατεν:
-
Ανάστα, μη θυμώντς’ ρίζαμ ντο κ’έφαγα ας άλλα τα
φαγία, άμα έχω
έναν
κουσούρ’: όνταν κάθουμε σ σο
τραπέζ, έναν λογιέν
φαγίν μόνον τρώγω!
Στα
ελληνικά: Ένα είδος
φαγητού τρώγω!
Η θεία
Ανάστα στη βάπτιση
του εγγονού της
κάλεσε στο τραπέζι και
τον παπά –Λευτέρη. Απ’ όλα τα
καλά είχε βάλει
στο τραπέζι, ακόμα
και χαβιάρι. Ο
παπάς με το
που είδε το
χαβιάρι, το πήρε
μπροστά του και
έπεσε πάνω του.
Η θεία Ανάστα φοβούμενη
πως θα το φάει όλο μόνος
του, του λέει:
-
Πάτερ, έφτιαξα
και τηγανιτό γαύρο, πολύ νόστιμος έγινε!
-
Θα πάρω Ανάστα, θα
πάρω ύστερα!
Σε λίγο
εκείνη του λέει ξανά:
-
Πάτερ, και οι ντολμάδες μου πολύ νόστιμοι
γίνανε!
-
Θα πάρω Ανάστα, θα πάρω ύστερα!
Ο’ τι και
να του πρότεινε η Ανάστα
ο παπάς όλο < ύστερα> της
έλεγε, μέχρι που
τελείωσε το χαβιάρι.
Όταν πια κατάπιε
και την τελευταία μπουκιά,
γυρίζει και της
λέει: - Ανάστα, καλή μου,
μην θυμώνεις που
δεν τίμησα τα
άλλα σου τα
φαγητά, όμως έχω
ένα ελάττωμα: όταν
κάθομαι στο τραπέζι,
μόνο ένα είδος
φαγητού τρώγω!
Μαύρα- άσπρα
μη τερείς!
Ο Γιάννες
και ο Πανίκας επήγαν να
κλέφνε αρνία. Όνταν έφτασαν σ σο μαντρίν
κεκά
λέει ο Πανίκας
σ σο Γιάννεν:
-
Γιάννε, ατώρα που
θα πας απές σ σο μαντρίν,
τέρεν μόνο μαύρα
πρόβατα έπαρ, ατά
ση νύχταν απές
κι φαίντανε.
Εσέβεν ο
Γιάννες σ σο μαντρίν,
ο Πανίκας εξ
οριάζ.’ Σε λίγον έξεν
από μακρά λαλίας
και πολλά εχπαράεν.
Επήγεν σιμά σ σο
μαντρίν και λέει σ σο
Γιάννεν:
-
Γιάννε, άσπρα- μαύρα
μη τερείς, όντι έρτε
σ σο χέρι’σ τάλεψων!
Στα ελληνικά: Άσπρα- μαύρα
μην κοιτάς!
Ο Γιάννες
και ο Πανίκας πηγανε να
κλέψουνε αρνιά. Όταν φτάσανε
κοντά στο μαντρί
λέει ο Πανίκας στον Γιάννεν:
-
Γιάννε, τώρα που
θα πας μέσα, κοίτα να
διαλέξεις μόνο μαύρα
πρόβατα, αυτά στο
σκοτάδι δεν θα
φαίνονται!
Πήγε λοιπόν
ο Γιάννες μέσα, ο
Πανίκας απ’ έξω φυλάει
τσίλιες. Κάποια στιγμή άκουσε από μακριά φωνές
και τα χρειάστηκε.
Πλησιάζει στο μαντρί
και φωνάζει στον
άλλον:
-
Γιάννε,
άσπρα-μαύρα μην κοιτάς,
ο’ τι έρθει στο
χέρι σου άρπαξε!
Τα άλλα
δύο ανέκδοτα τα
βρήκα από το
περιοδικό του Φίλωνα
Κτενίδη <Ποντιακή
εστία> των τευχών
12 και 6,
του έτους 1950.
Δεσπότ’σ κ’ η
γουμέν΄τσα
Σην Ιμέραν, σο
Μοναστήρ τα’ Άγιάννε έτον ίνας
γουμέντσα ενενήντα-
ενενήντα πέντε χρονών,
πολλά μασχαριάνενα και
λογοθέτσα έτον.
Έναν χρόνον
ο Γερβάσιον ο
Δεσπότς, ( Αργυρούπόλεωσ- Χαλδίας) γέροσ-γέρος( εκείνος
πα θα έτον εβδομήντα- εβδομήντα
πέντε χρονών) εξέβεν σην
περιοδίαν κ’ επέρασεν ας’σο Μοναστήρ.
Για να πειράζ’ την Γουμενέτσαν, έξερεν ντο λογοθέτσα
έτον, είπεν ατέν: << Μωρε
Γουμενέτσα, εσύ ακόμαν
ζης; Πότε θ’ αποθάντς ν’ εβγαίνω
απάνη-σ’>>
-
<< Δέσποτα, να
έχω την ευχήσ- είπεν ατόν η γουμέντσα- ντο αναμέν’τσ
την θανή μ’ ν’εβγαίντς απάνη μ’,
έβγα απάνη μ’ ατώρα
π’ είμαι
ζωντανέσσα. Κατ’
πα να εγροικώ κέλα>>
Ο δεσπότσ’
εχάθεν ας σα γέλτα!
Στα ελληνικά: Ο δεσπότης και
η ηγουμένη.
Στην Ιμέρα,
στο μοναστήρι του Αγίου
Ιωάννη ηγουμένη ήταν
μια γυναίκα ενενήντα- ενενήντα πέντε χρονών, χωρατατζού
και ετοιμόλογη. Κάποια χρονιά ο
δεσπότης Γερβάσιος ( Αργυρουπόλεωσ-Χαλδίας), γέρος κι’ αυτός,
εβδομήντα- εβδομήντα πέντε
ετών βγήκε περιοδία και πέρασε από
το μοναστήρι. Για
να πειράξει την ηγουμένη της είπε: <
Βρε ηγουμένη, ακόμα ζεις;
Πότε θα πεθάνεις
να ανέβω από πάνω
σου:>( Εννοούσε: πάνω από την
ηλικία της)
-
< Δέσποτα, την ευχή
σου ν’ έχω- απάντησε
η ηγουμένη- εκεί
που θα
περιμένεις να
πεθάνω, δεν ανεβαίνεις πάνω
μου τώρα που
είμαι ζωντανή, να καταλάβω
και εγώ κιόλας
κάτι!>
Ο δεσπότης
λύθηκε στα γέλια.
Τα
σκαφίδια
Η Λεκουρίνα,
όνταν έτον ακόμαν
κορτσόπον, επέραν ατέν
κατ’ συγγενοί και γειτονάδες,
να κατηβάζν’ ατέν σην
Τραπεζούνταν. Από παν
σο Τουμπίν τη
Τεερμέντερε εφάνθεν η θάλασσα. Τα καϊκαι αδά κι’ακει ελαγίσκουσαν απές σην θάλασσαν.
Η Λεκούρενα εχπαράεν,
εσπίχτεν κει εκούιξεν κ’
εντούνεν τα ΄απαλάμας ατς:
-
Πάσα, πάσα, για τερ’
τα γαί’δούρια- και εδείκνεν τα
κα’ι΄κια!
Και η συντροφία πα ουλ σ’ έναν στόμαν είπαν
ατέν:
-
Νέκουτση, εσύ πολλά
χτήνον είσαι, τα
σκαφίδια πα κ’εγνωρτσες;
Στα
ελληνικά: Οι σκάφες
Η Λεκουρίνα όταν
ακόμα ήταν κοριτσόπουλο, την πήραν κάτι
συγγενείς και γείτονες
να την κατεβάσουν στην Τραπεζούντα.
Πάνω από
τον λόφο του
Τουμπίν φάνηκε η
θάλασσα. Τα κα’ι΄και
κουνιόντουσαν πέρα-δώθε μέσα
σ’ αυτήν.
Η Λεκουρίνα
τρόμαξε, άρχισε να χτυπάει τα χέρια της
και να φωνάζει δείχνοντάς τα:
-
Αδελφέ, αδελφέ, για κοίτα
τα γα’ι΄δούρια εκεί
μέσα.
Όλοι με
ένα στόμα της
απάντησαν:
-
Βρε συ! Ντιπ ζώο
είσαι και δεν
αναγνώρισες τις σκάφες;
Και ένα
ανέκδοτο που άκουσα
πριν 30 τουλάχιστον
χρόνια:
Τεμέκ, αγαπώ’σεν
Ο Θόδωρον,
ο γιον τη Ρεβέκκας, εγύρτσεν
σ σο χωρίον ας σην
Αμερικήν να εβρίκ’ γαρή. Ας’ όλα τα
κορτσόπα επεγνεύτεν την
Ευτέρπην. Με τα
πολλά, έναν βραδύν
επήγαν εντάμαν να
λάσκουνταν σ σο ποτάμ’. Είπανε για το ένα,
είπανε για το άλλο,
άμα ο Θόδωρον όλον ατό
το καιρόν ούτε για σουμάδια
τιδέν είπεν ούτε
για χαράντας. Σουσ-πους! Έφτασεν η
ώρα να γυρίζνε οπίς.
Έφερεν ατέν ο παιδάς ίσαμε
τι σπιτί τη
πόρτα, εκαληνύχτισεν ατέν σ σα
ξένα και εδέβεν πλαν.
Τα’άλλο την ημέραν
όλα τα κορίτσια εμαζεύταν σ ση
Ευτέρπης το σπιτ’,
να ρωτούν ντο
έντουνε. Εκείνε πα όλα
ιστόρτσεν’ατς και σο
τέλος λεεί’ατς:
- Και όνταν έφερε’μεν σ σο σπιτ’ κεκά, είπεμεν:
γκουντ μπάι- τεμέκ
αγαπώ’ σεν!
Στα ελληνικά: Που σημαίνει, σ ’αγαπάω!
Ο Θόδωρος,
ο γιος της Ρεβέκκας, γύρισε στο
χωριό του από την Αμερική
για να βρει σύζυγο. Απ’ όλα
τα κορίτσια περισσότερο του άρεσε
η Ευτέρπη. Κάποια βραδιά
πήγαν μαζί μια
βόλτα στο ποτάμι.
Είπανε για το
ένα και για
το άλλο, όμως
ο Θόδωρος δεν
είπε λέξη ούτε
για αρραβώνα, ούτε για γάμο. Κουβέντα!
Έφτασε η ώρα να γυρίσουν
πίσω. Την έφερε
μέχρι τη πόρτα
του σπιτιού της,
την καληνύχτισε στα
ξένα και έφυγε.
Το πρωί όλα τα
κοριτσόπουλα μαζεύτηκαν στης
Ευτέρπης να ρωτήσουν τι
έγινε. Εκείνη τους είπε
όλα όπως έγιναν
και στο τέλος
συμπλήρωσε:
- Και όταν μ’ έφερε στο
σπίτι μου είπε: γκουντ
μπάι, δηλαδή σ’ αγαπάω!
ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ
Οι πόντιοι
με της εκφράσεις τους πολλές
φορές δηλώνανε κάποιες
ενέργειες που λίγο
ταιριάζανε με της λέξεις
που χρησιμοποιούσαν. Παραδείγματος χάρη:
Εκνέστεν η τεπές
- η πρώτη λέξη
σημαίνει: ξύνετε ( κνησμός), η δεύτερη; κορυφή(
εδώ η κορυφή του κεφαλιού),
δηλαδή, σε ελεύθερη
μετάφραση( φαγουριάζει η
κορυφή σου). Στην
πραγματικότητα σημαίνει: θα φας
ξύλο!
Την ίδια σημασία έχει και το -
εκνέστεν η κοτήλας(
μοιάζει με το κούτελο,
όμως είναι ο
σβέρκος)
Όπως τσακωμένον
θτείρα εν -
όπως τσακισμένη ψείρα
είναι : μισοπεθαμένος.
Ερα μου
Από παν
κες εν- είναι
πάνω από την επιφάνεια : ανόητος
Βαλ κιφάλ’-
βάζει κεφάλι (κίνηση που
θυμίζει ταύρο) :
εναντιώνεται, η αμύνεται
Κρούγνε- παίρνε………
χτυπάνε- παίρνουνε : μαλώνουνε.
Σύρον απ’
αδά κές!- σύρε
από δω πέρα : εξαφανίσου.
Τα’ έμπρια - τα
μπροστινά: το μέλλον.
Εδέβεν πλαν- το < πλαν> σημαίνει
<πέρα>: κοντολογίς -έφυγε
Έφαγεν όσων
έναν χαμάλ’!- έφαγε όσο
ένας χαμάλης, δηλαδή:
έφαγε τον άμπακα!
Στο σπίτι μας,
εμείς τα παιδιά,
η μόνες κακές
λέξεις που ακούγαμε
από τον πατέρα μας
όταν κάναμε κάποια
ζημιά η ανοησία
ήταν: Κόπρον εμάλαξες
η κόπρον έφαγες.
Χτηνί κοβόρ-
το λέγανε για άνθρωπο
με μαλθακό σώμα (
στην πραγματικότητα σημαίνει
καβαλίνα αγελάδας)
Σον οδόν’ατ-ατς - Στην θέση
του- της
Σ εκείνο το
ωμίν απάν πέσκα -
σε ελεύθερη μετάφραση:
απ’ αυτή την πλευρά
να κοιμάσε
Εδέβασεν ατό
κα - τα έχασε
εντελώς
Τσορβάς φάεμαν
κεν - δεν είναι
για χόρταση. (
Ο τσορβάς ήταν
ένα φαγητό που
μαγειρεύονταν σχεδόν κάθε
μέρα. Ήταν επίσης φθηνό και έτσι μ’ αυτό
χόρταινε κανείς. Όταν λοιπόν
κάποιο φαγητό ήταν
λιγοστό, αν κάποιος
ήθελε να φάει
μεγαλύτερη μερίδα, του
λέγανε αυτή τη
φράση.)