13 Ιουνίου 1949. Σε όλη την περιοχή της Αμπχαζίας πραγματοποιήθηκε η πρώτη φάση της επιχείρησης < Κύμα>. Ήταν η μέρα, που ενεργοποιήθηκε ένας ανθρώπινος κρατικός μηχανισμός των 12.756 ατόμων, για να φέρουν σε πέρας την εξής αποστολή: μέσα στην ίδια μέρα, να βγάλουν όλους τους έλληνες από τα σπίτια τους, να τους οδηγήσουν στο σιδηροδρομικό σταθμό, να τους φορτώσουνε στα τρένα σαν τα ζωντανά και να τους στείλουνε στην εξορία τους στο Καζαχστάν. Και κανένας απ’ αυτούς τους δύστυχους να μη ξέρει, που πραγματικά τους πηγαίνουν. Με την κρυφή ελπίδα πως πορεύονται προς την πατρίδα Ελλάδα. Βρήκα τους ανθρώπους που έκαναν αυτό το <ταξίδι> , ζήτησα να μου πουν τις ιστορίες τους και τις κατέγραψα. Όποιος θέλει, ας τις ακούσει:
Παναγιώτης Ζ. Ετών 84. Μανέα.
Ήταν 13 Ιουνίου, 6 η ώρα το πρωί. Μας έδωσαν μια ώρα να ετοιμαστούμε. Ήμουν 18 χρονών και θυμάμαι τα πάντα μέχρι τη παραμικρή λεπτομέρεια. Υπήρχαν δύο σιδηροδρομικοί σταθμοί στην περιοχή : στο Κελεσούρ και στο Σουχούμι ( ονομαζόταν Λεσκόπ). Εμάς μας πήγαν στο Κελεσούρ. Σε ένα βαγόνι ήμασταν περίπου 60 άτομα. Βρήκαμε κάτι σανίδες και φτιάξαμε κρεβάτια να κοιμηθούμε. Τα τρόφιμα που πήραμε μαζί γρήγορα χαλάσανε και τα πετάξαμε. Σε κάθε στάση μας έδιναν τροφή. Άλλοτε μαγειρεμένο φαγητό, άλλοτε κονσέρβες. Τις πρώτες τρεις μέρες πιστεύαμε πως μας πάνε στην Ελλάδα. Όταν κατεβαίναμε στους σταθμούς, το ρίχναμε στους χορούς και τραγούδια. Αυτό κράτησε μέχρι ένα μέρος που το λέγανε Τουχαψέ. Από κι το τρένο έστριψε και άρχισε να απομακρύνετε από τη θάλασσα. Εκεί πια καταλάβαμε πως δεν μας περιμένουν κάπου καράβια όπως ελπίζαμε. Ξέραμε πια πως ένας είναι ο δρόμος, στην εξορία. Και πάλι δεν ξέραμε το προορισμό μας. Μετά από 16 μέρες ταξίδι φτάσαμε στο Παχτά-Αράλ. Για φαντάσου τώρα από 60 βαγόνια κόσμο, αφημένο στη μέση του πουθενά. Ήρθαν μας πήραν με αυτοκίνητα. Εμείς πέσαμε σε κολχόζ < Μπέλαγια σκόλα> ( Άσπρο σχολείο) Σπίτια δεν υπήρχαν για μας, άλλους βάλανε σε σκηνές και άλλους κάτι υπόγεια δωμάτια, 3 μέτρα κάτω από τη γη. Τελικά κάτω από τη γη ήταν καλύτερα, μπορέσαμε να ξεχειμωνιάσουμε χωρίς να πεθάνουμε απ’ το κρύο. Το πρώτο καιρό είχε πεθάνει πολύς κόσμος, περισσότερο παιδιά. Μια γυναίκα έχασε δύο παιδιά ταυτόχρονα. Έπρεπε να πάει κάπου και τα πήρε μαζί: το ένα το έδεσε στη πλάτη και το άλλο το κρατούσε αγκαλιά. Μέχρι να γυρίσει σπίτι < έφυγαν> και τα δύο. Η ίδια γυναίκα έχασε ένα 19 -χρόνο γιο καθοδόν. Το είχε στο νοσοκομείο άρρωστο, όμως την ημέρα που μας εξόρισαν πρόλαβε και το πήρε από κι. Το είχαμε στο δικό μας βαγόνι, χώρια από τους δικούς του. Το κακόμοιρο κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο και ζήτησε από τη μάνα του να το αφήσει κάπου. Ο υπεύθυνος του βαγονιού κανόνισε και στο επόμενο σταθμό το περίμενε ασθενοφόρο να το πάει νοσοκομείο. Μετά από 4 μήνες ειδοποίησαν τη μάνα πως το αγόρι πέθανε.
Ματφία Π. Ετών 79. Μαχμπαράνι
Ήμουν 13 χρονών, όταν εκείνη τη νύχτα μπήκαν στο σπίτι μας δύο στρατιώτες με όπλα και μας διέταξαν να ετοιμαστούμε να φύγουμε. Μας επέτρεψαν να πάρουμε, ότι χρειαζόμασταν. Ήμουν ορφανή από πατέρα, τα μεγαλύτερα αδέλφια μου είχαν παντρευτεί, όμως ευτυχώς στο τρένο μας έβαλαν όλους μαζί. Για καλή μας τύχη πέσαμε σε καλούς στρατιώτες. Η γυναίκα του αδελφού μου ήταν ετοιμόγεννη και στο δρόμο την πιάσανε οι πόνοι. Ένας από τους στρατιώτες την βοήθησε να ξεγεννήσει το παιδί και ήταν ο πρώτος που το κράτησε στα χέρια του. Γεννήθηκε αγόρι και ο αδελφός μου ρώτησε τον στρατιώτη πως τον λένε. Τον έλεγαν Βασίλη και ο αδελφός μου από ευγνωμοσύνη έδωσε το όνομά του στο γιο του. Στο βαγόνι μέσα είχαν χτίσει λίγο πιο ψηλά από το πάτωμα ξύλινα κρεβάτια για μια οικογένεια. Εμείς είχαμε μαζί μας κάτι σεντόνια να στρώσουμε, άλλοι κοιμόντουσαν πάνω στα γυμνά σανίδια. Θυμάμαι πως σταμάταγε το τρένο και κατεβαίναμε όλοι κάτω να κάνουμε την ανάγκη μας. Άντρες, γυναίκες, όλοι μαζί. Στην αρχή ντρεπόμαστε πολύ όμως σε λίγο συνηθίσαμε. Αφοδεύαμε πάνω στις γραμμές και έπρεπε γρήγορα να ανέβουμε στο τρένο, γιατί μπορούσαμε να το χάσουμε. Μια γυναίκα που δεν πρόλαβε, σκοτώθηκε από το τρένο. Στο Καζαχστάν μας έφεραν στο Αξούη. Εκεί ζήσαμε για δύο χρόνια σε ένα σπίτι, που μόνο σπίτι δεν έμοιαζε, μάλλον καλύβα ήταν. Τοίχοι από λάσπη και άχυρο και χωμάτινα πατώματα. Πάντως σε σχέση με άλλους, η περιοχή που μας ρίξανε ήταν καλύτερη απ΄ αλλού. Σταθήκαμε πιο γρήγορα στα πόδια μας….
Σιμέλα Μ. Ετών 85.Μεσοχώρ.
Εμάς ήρθαν να μας πάρουν κατά τα ξημερώματα. Ο πατέρας μας περίμενε πως θα συμβεί κάτι, γιατί πιο πριν ο αδελφός του τον προειδοποίησε με ένα πυροβολισμό. Γι’ αυτό το λόγο οι στρατιώτες βρήκαν πάνω του το μαχαίρι στη ζώνη του. Με το που το είδαν, μας διέταξαν να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά και να βγούμε έξω. Στο σπίτι δεν μας επέτρεψαν να ξαναμπούμε, έτσι φύγαμε χωρίς να έχουμε κάτι μαζί μας. Για κακή μας τύχη πέσαμε σε πολύ άγριου στρατιώτες . Μας πήγαν στην Τράντα( Ντράντα). Εκεί ήδη υπήρχε μαζεμένος πολύς κόσμος. Δύο άτομα, ο γέρο- Μήτος Κοσμίδης και η Μαρία, μια μεγαλοκοπέλα, δεν άντεξαν και πέθαναν από την στενοχώρια. Τους πήραν με το αυτοκίνητο και τους πήγαν κάπου. Όλοι ήμασταν σίγουροι πως τους πέταξαν σε κάποια χαράδρα. Στη διαδρομή περάσαμε χειρότερα απ’ όλους. Όταν φτάσαμε στο Παχτα-αραλ τα πράγματα έγιναν ακόμα δυσκολότερα. Στο τρένο πάνω τουλάχιστον μας έδιναν φαγητό, εδώ μας πέταξαν σε μια καλαμένια καλύβα. Μαζέψαμε ξερά χόρτα και ρίξαμε στο χώμα για κοιμηθούμε. Το κολχόζ που μας έριξαν λεγόταν Αμανγκελντί. Πριν το χειμώνα μας έβαλαν σε ένα σχολείο. Πολλές οικογένειες μαζί. Από την πείνα πρήζονταν οι κοιλιές μας και κάθε μέρα πέθαινε τουλάχιστον ένα άτομο. Κάποια μερα πέθαναν τρία άτομα μαζί.. Ζήσαμε στο σχολείο δύο χρόνια. Ύστερα μας χτίσανε μικρά σπιτάκια και μας βάλανε εκεί. Συνεχίζαμε όμως να πεινάμε. Θυμάμαι ένα μικρό ορφανό κοριτσάκι που είχε μόνο δύο μεγαλύτερα αδέλφια. Είχε πάει κοντά σε μια ρωσίδα που έφτιανε τηγανίτες έξω από την πόρτα της. Το κοριτσάκι κάθονταν εκεί κοντά της και απλώς την κοίταγε. Η άλλη έκανε πως δεν το βλέπει. Σ’ εκείνη εκεί τη θέση έπεσε το κοριτσάκι και πέθανε. Το φέρετρο το έφτιαξαν από χοντρά κλαδιά, μια και σανίδια δεν υπήρχαν. Έβλεπα το άψυχο κορμάκι της ανάμεσα σ΄ αυτά…. Μετά από τρία χρόνια μας έδωσαν έξω από το χωριό από ένα κομμάτι γης, περίπου εκατό τετραγωνικά μέτρα και φυτέψαμε λίγα λαχανικά. Στην Ελλάδα ήρθαμε το Δεκέμβριο του 1989.
Σταύρος Γ. Ετών 78 Πουρτς.
Ξέραμε πως θα μας πάρουν και πιστέψαμε ότι θα μας στείλουν στην Ελλάδα. Στις τρεις η ώρα ήρθαν σπίτι δύο στρατιώτες και κάθισαν μαζί μας μέχρι τις 7. Επέτρεψαν να πάρουμε ότι χρειαζόμασταν και μας πήγαν στο σταθμό. Στο βαγόνι που ήταν μοιρασμένο στα δύο, ήμασταν 8 οικογένειες, τέσσερις στην κάθε μεριά. Στις στάσεις μας έδιναν διαταγή: < ποντ βαγκόν!> , δηλαδή < κάτω από το βαγόνι!> Κατεβαίναμε και αφοδεύαμε πάνω στις γραμμές. Μια φορά εκεί που μας κατέβασαν, είχε μια λίμνη. Ένας δικός μας άντρας , έβγαλε τα ρούχα του και γυμνός έτρεξε και έπεσε μέσα για να κάνει μπάνιο.. Οι στρατιώτες τον έφεραν πίσω και με το καμτσίκι δούλεψαν τόσο το κορμί του που εκείνος δεν μπορούσε να κουνηθεί μέρες. Ταξιδέψαμε 14 μερόνυχτα και φτάσαμε στο Βελίκι του Παχτά-αράλ περίπου 50 οικογένειες. Από τα γύρο χωριά ήρθαν με αυτοκίνητα άνθρωποι να μας πάρουν μαζί τους. Θέλανε βλέπετε, εργατικά χέρια. Η διαφορά με το < σκλαβοπάζαρο> ήταν που σε ρώταγαν που θέλεις να πάς και το ότι δεν σε αγόραζαν. Εμάς, όσοι ήμασταν από το Πουρτς, μας μάζεψε ο κουνιάδος της αδελφής μου, ο Ανέστης Μεταξάς, και μας είπε να ζητήσουμε να πάμε σε <σοβχόζ>, εκεί θα δουλεύαμε με μεροκάματο. Όσοι πέσανε σε κολχόζ πεινάσανε . Εκεί δούλευες όλη μέρα και πληρωνόσουν σε είδος( μισό κιλό στάρι το άτομο). Στο χωριό που μας πήγαν λεγόταν < Καουτσούκ>, από το φυτό καουτσούκ που καλλιεργούσαν εκεί. Ήταν το κεφαλοχώρι της περιοχής. Μας έβαλαν στο χειμερινό κινηματογράφο. Μείναμε εκεί 2 μερόνυχτα. Ύστερα μας χώρισαν. Την οικογένειά μου μαζί με μερικές άλλες μας έριξαν σε ένα πολύ μικρό χωριό με την ονομασία < Κισλάκ>. Στην πραγματικότητα το κισλάκ ήταν μια απλή λέξη που στην γλώσσα των ντόπιων σήμαινε<<χωριό >. Είχε εκεί ένα παλαιό σχολείο στο οποίο ζήσαμε κάπου 3 χρόνια. Μετά μας έφτιαξαν σπιτάκια( ένα δωμάτιο όλο κι’ όλο, με χωμάτινο πάτωμα) και μας έδωσαν λίγη γη. Από τα πρώτα χρόνια της εξορίας το μόνο που θυμάμαι καλά είναι η μόνιμη πείνα μας. Ούτε στο πόλεμο δεν πεινάσαμε τόσο. Τα καλοκαίρια ήταν κάπως καλύτερα, τους χειμώνες λιμοκτονούσαμε……
Κυριακή Φ. Ετών 90. Κιλιρίμς.
Ήμουν 24 χρονών το 1949, παντρεμένη, με δύο παιδιά και έγκυος στο τρίτο. Δεν ξέρω γιατί, όμως στο δικό μας χωριό, κάπου 7 οικογένειες δεν μας πήραν τη πρώτη φορά. Στο χωριό μας ζούσαμε μόνο ρωμαίοι και όταν μείναμε τόσο λίγοι, δεν ξέραμε τι θα γίνει με μας. Ύστερα μάθαμε πως τους δικούς μας τους εξόρισαν στο Καζαχστάν και σε λίγο θα μας πάνε και εμάς. Προλάβαμε να ετοιμαστούμε κάπως. Μαζέψαμε τα πιο χρήσιμα πράγματα και ετοιμάσαμε φαγητά για το δρόμο. Στο τρένο που μας βάλανε δεν ξεχώριζε από το μαντρί μου, τόση δυσοσμία. Πριν μεταφέρανε ζωντανά μ’ αυτό. Πήραμε τη θέση τους εμείς οι άνθρωποι . Τα φαγητά μας χάλασαν πριν τελειώσουν και τα πετάξαμε. Μας τάιζαν μια φορά την ημέρα κάτι φαγιά που εμείς ούτε στα σκυλιά δεν το δίναμε. Το κρέας που τρώγαμε δεν καταλαβαίναμε από τι ζώο είναι. Σκληρό και ξινό, στην αρχή σου έφερνε εμετό. Το τρώγαμε όμως, τι να κάναμε, να πεθαίναμε της πείνας; Όσοι είχαν μαζί τους χρήματα όλο και κάτι αγόραζαν στις στάσεις. Εγώ μόνο νερό κατέβαινα να πάρω, λεφτά δεν είχα. Γέμιζα τον κουβά νερό και ίσα που μας έφτανε μέχρι την άλλη στάση. Άλλοτε μας κατέβαζαν από το τρένο για την ανάγκη μας. Οι στρατιώτες κάθονταν από πάνω μας με τα όπλα και μας έσπρωχναν με τις κάνες άμα αργούσαμε. Μια φορά η μάνα μου και η μεγάλη αδελφή ζήτησαν να πάνε λίγο πιο πέρα. Το τι βρισίδι ακούσανε δεν λέγετε. Μια κοπέλα από το βαγόνι μας, Σεμίρα την λέγανε, νευρίασε μαζί του. Πήδηξε κάτω, ξεβρακώθηκε κοντά του και του κατούρησε τις μπότες. Ύστερα απ’ αυτό ο στρατιώτης μας άφηνε να απομακρυνθούμε πιο πέρα. Γελάγαμε μέρες μ’ αυτό το περιστατικό. Το μέρος που μας πήγαν λεγόταν Κιζίλ Ορντά. Σε όλο το Καζαχστάν ίσως να μην υπήρχε χειρότερη περιοχή. Στην αρχή μας έβαλαν σε στάβλο μέσα, που βρόμαγε κοπριά και ήταν γεμάτο κουνούπια. Τα βάσανά μας όμως δεν τελείωσαν εδώ. Τα άχυρα που βρήκαμε να κοιμηθούμε ήταν γεμάτα ψείρες και μας κατασπάραξαν. Μετά από λίγες μέρες μας πήγαν σε κάτι καλύβες. Τα ίδια χάλια, αλλά τουλάχιστον είχε καθαρό αέρα. Βράζαμε το λασπόνερα για να πιούμε νερό. Για μπάνιο ούτε λόγος. Τα ρούχα είχαν λιώσει πάνω μας. Και πάνω που πήραμε κάπως τα επάνω μας, μας μεταφέρανε αλλού. Σε μια ερημιά με αμμόλοφους, , <τουγαγιάδες> τα λέγανε. Μάζευα ξερά <σαξαούλ> ( αγκάθια που τρώγανε οι καμήλες) και μαγείρευα λίγο φαγητό.Μετά το θάνατο του Στάλιν φύγαμε απ αυτή τη κόλαση και πήγαμε στο Παχτά Αράλ. Όσο έκλαψα εκείνη την εποχή δεν έκλαψα σε όλη την υπόλοιπη τη ζωή
Ζωη Καραγιαννίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου