ΣΟΥΧΟΥΜΙ, ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΩΝ
ΓΟΝΙΏΝ ΜΑΣ
Της Ζωής
Μεταξά- Καραγιαννίδου 2014
Οκτώβριος
Το 6 αι.
π.Χ. στη θέση
του σημερινού Σοχούμι, οι
έλληνες έμποροι ίδρυσαν
την πόλη-λιμάνι με
την ονομασία Διοσκουριάδα. Το 1 αι. μ.Χ.
κατακτήθηκε
από του Ρωμαίους
και μετονομάστηκε σε
Σεμπαστόπολις. Από τις αρχές
του 6 μ.Χ. αι.
ανήκε στο Βυζάντιο. Στα επίσημα παλαιότερα έγγραφα
της Γεωργίας αναφερόταν
με το όνομα Τσχουμ (
η πρώτη αναφορά
έγινε το έτος
736). Από το
12 αι. βρέθηκε υπό
κατοχή της Δημοκρατίας
της Γένοβα. Το 16
αι. κατακτήθηκε από
τους τούρκους , οι
οποίοι μετέτρεψαν τη
πόλη σε οχυρό
και την ονόμασαν Σουχούμ-
Καλέ. Από το 1810 ανήκει
στη Ρωσία. Από
τα Μάρτη του 1921
είναι πρωτεύουσα της Αμπχαζία. Ένα από τα πιο αξιόλογα σημεία της πόλης
ήταν ο βοτανικός κήπος Και
λέω < ήταν>, γιατί
μετά το πρόσφατο πόλεμο,
το μεγαλύτερο μέρος του
καταστράφηκε. Ιδρύθηκε το 1840.
Οι διαστάσεις του τότε
ήταν 25 στρέμματα. Επί του Σοβιετικού καθεστώς επεκτάθηκε και
εμπλουτίστηκε με καινούρια
είδη φυτών, ο
αριθμός των οποίων έφτασε
στα 4.500. Θεωρούνταν μοναδικό
στο είδος του στην
περιοχή του Καυκάσου. Αναφέρθηκα σ’ αυτό
γιατί κάποιοι λανθασμένα,
τον τοποθετούν στη
πόλη Βατούμ. Οι
πληροφορίες πάρθηκαν από
την Μεγάλη Σοβιετίκη
Εγκυκλοπαίδεια.
Δύσκολο να πει
κανείς αν υπήρχε συνεχή παρουσία των ελλήνων
σ’ αυτό το τόπο.
Διαβάζοντας όμως κάποιες
ιστορικές αναφορές, μπορώ
να πω με βεβαιότητα πως
από τις αρχές
του 19 αι. υπήρχαν αρκετά ελληνικά
χωριά στην ευρύτερη
περιοχή του Καυκάσου και η παρουσία των
ελλήνων στο χώρο
ήταν δυναμική. Μέχρι
την εξορία του
1949 ο γεωγραφικός χάρτης
της περιοχής σίγουρα
είχε αλλάξει. Αποφάσισα
όμως να ψάξω
και να βρω όλα τα
χωριά που υπήρχαν εκεί
πριν την εξορία.
Μου πήρε 3 χρόνια να
συγκεντρώσω όλα τα
στοιχεία. Ο μόνος τρόπος
να γίνει αυτό ,ήταν να
ρωτάω ανθρώπους που
έζησαν εκεί. Τους έβρισκα
στο δρόμο, σε
μαγαζιά, σε λαικές
αγορές, στις αυλές
των σπιτιών τους
και ρώταγα. Ρώτησα δεκάδες
άτομα και κάθε
φορά με ξάφνιαζε
η προθυμία τους
να μου μιλήσουν για τον τόπο
που γεννήθηκαν και
μεγάλωσαν. Μέσα στα τρία
χρόνια άκουσα αμέτρητες
ιστορίες και τις
άκουσα με μεγάλη προσοχή. Όμως εμένα
βασικά με ενδιέφεραν
τα έξεις στοιχεία:
πως λεγόταν το
χωριό τους, αν
είχε εκκλησία και
αν είχε ελληνικό
σχολείο. Έτσι βρήκα
πάνω από 50
ονομασίες, από τις
οποίες άλλες ήταν
ελληνικές, άλλες γεωργιανές,
ρωσικές, ακόμα και
τούρκικες. Υπήρξε βέβαια και
κάποιο μπέρδεμα. Για
κάποιο ανεξήγητο λόγο
οι ρωμαίοι,( έτσι
ονόμαζαν οι πόντιοι
τον εαυτό τους)
κάποιες ρωσικές ονομασίες
τις μετάφραζαν στη
γλώσσα τους. Το χωριό
Σβαμπόντα ( Ελευθερία) το είπαν
Λευτεροχώρ’ κ. α. Οπότε εγώ
θα σταθώ στις
ονομασίες, όπως τις
έλεγαν οι δικοί
μας. Με συγκίνησε ιδιαίτερα
η ιστορία για
τα τρία χωριά
του Πόντου: το Τσιν,
το Τσαλ και
το Παλ. Και
τα τρία βρίσκονταν
στη περιοχή της
Σάντας. Το ένα
δίπλα στο άλλο
στη πλαγιά ενός
λόφου. Όταν κάποιοι
κάτοικοι έφυγαν από κι
και εγκαταστάθηκαν στο
Καύκασο, βρήκαν μια
τοποθεσία στη πλαγιά
ενός λόφου και
έχτισαν εκεί τρία
χωριά που τα ονόμασαν επίσης Τσιν, Τσαλ, Παλ.
Η ιστορία όμως
δεν τελειώνει εδώ.
Πριν λίγο καιρό έμαθα
πως και εδώ
στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στην Πρέβεζα, υπάρχουν
τρία χωριά με την
ίδια ονομασία. Δυστυχώς
δεν έχω το
τρόπο να διαπιστώσω
αν αυτό είναι
αλήθεια. Στο χωριό
Άπουστα είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες από την περιοχή
Γουρούχ του Πόντου. Βρισκόταν ανατολικά της Κερασούντας
και απαρτιζόταν από
τρία ελληνικά χωριά.
Στο Καύκασο, στο χωριό
Άζαντα υπήρχε ένας
μαχαλάς με την
ονομασία Γουρουχλίδων. Οι
γουρουχλίδες έζησαν και
στο χωριό Άπουστα. Είχαν μια
κλειστή κοινωνία και
παντρεύονταν μόνο μεταξύ
τους. Μόνο όταν πια είχαν
γίνει όλοι συγγενείς, στράφηκαν
αλλού. Κάποιο άλλο χωριό
το ονόμαζαν Μπες
Καρντάς( πέντε αδέλφια), από
τα πέντε δέντρα
που φύτρωναν κοντά
στο πηγάδι του
χωριού. Όταν πάλι , άκουσα πως
ένα χωριό το ονόμασαν
Γουρζούλ, σάστισα. Γιατί
με τη λέξη <
γουρζούλ> προσδιόριζαν το
απόλυτο κακό, ενίοτε
και τη πανούκλα. Κάποιοι, πραγματικά
κακοί άνθρωποι που
ζούσαν εκεί, καταδίκασαν το
χωριό να μείνει
στην μνήμη όλων
μ’ αυτό το απαίσιο όνομα.
Ωστόσο, σ΄ αυτό το
Γουρζούλ, υπήρχαν και
εκκλησία και ελληνικό σχολείο. Πάντως, οφείλω να
πω, πως όλοι
θυμόντουσαν την εκκλησίες
που είχαν. Δεν συνέβαινε το ίδιο
και με τα σχολεία. Και
αυτό έγινε για
το εξής λόγο.
Όταν το 1937
έκλεισαν τα ελληνικά
σχολεία,. δεν σημαίνει
πως τα έκλεισαν στην κυριολεξία. Συνέχισαν να
λειτουργούν με την γεωργιανή γλώσσα διδασκαλίας. Για να μπορέσω
να δώσω μια
εικόνα για το
πως ζούσαν και
λειτουργούσαν οι έλληνες, θα
αναφερθώ στο χωριό
Πουρτς. Σ΄ αυτό το χωριό
ζούσαν οι γονείς
μου και ο τρόπος
ζωής τους δεν διέφερε
σε τίποτα από τη
ζωή των άλλων
ελλήνων. Λένε πως
στο συγκεκριμένο χωριό
πρώτος εγκαταστάθηκε ο προπάππους μου ο Ιωάννης
Μεταξάς. Αυτό πρέπει να έγινε
στα τέλη 19 – του
αιώνα. Στη περιοχή τότε
ζούσαν αμπχάζιοι, μεγκρέλιοι , αρμένιοι και πιο
ψηλά, στα βουνά , οι
λαζοί. Ο προπάππους
μου κατάγονταν μέσα από
την Τραπεζούντα. Σε λίγο
καιρό κοντά του
βρέθηκαν και άλλοι
πρόσφυγες από το
Πόντο. Το πρώτο
που έκαναν, ήταν να
χτίσουν μια εκκλησία , τη < Κοίμηση της
Θεοτόκου>. Αμέσως μετά,
στο προαύλιο της εκκλησίας έχτισαν και σχολείο.
Έφεραν παπά και
δάσκαλο από το
Πόντο. Στην εκκλησία αυτή
βαπτίσθηκαν και παντρεύτηκαν όλοι οι συγγενείς
μου και στο
σχολείο έμαθαν τα γράμματα.
Αρχικά οι τάξεις ήταν τέσσερις.
Ύστερα έγιναν εφτά, γιατί το
χωριό ήταν κάπου
τρία χιλιόμετρα μακριά
από το Σουχούμι και οι
περισσότεροι γονείς ήθελαν
τα παιδιά τους
να συνεχίσουν το
σχολείο. Υπήρχαν και άλλα
μεγάλα χωριά που
είχαν επτατάξια σχολεία.
Ένα απ’ αυτά ήταν
η Τράντα, και ίσως να
ήταν το μεγαλύτερο
απ’ όλα στη γύρο περιοχή( μετά την Κούμα) γιατί
είχε τρεις εκκλησίες.
Στις μικρές τάξεις των
σχολείων πήγαιναν αρκετά
κορίτσια όμως τις εφτά τάξεις
τελείωναν ελάχιστες. Η μητέρα μου,
στην έκτη τάξη
ήταν το μοναδικό
κορίτσι ανάμεσα σε
15 αγόρια. Αυτό ήταν και η
αιτία που την
σταμάτησαν οι γονείς
τις από το
σχολείο. Και να ήταν
η μόνη. Από τα αγόρια
πάλι, όποιοι έβγαζαν
όλο το σχολείο, μπορούσαν να γίνουν
δάσκαλοι και να
διδάξουν σε μικρότερες
τάξεις. Όσο για
τα κορίτσια, κι’
αυτές οι μανάδες τους,
δεν τις άφηναν
έτσι . Τις έστελναν να μάθουν
μοδιστρική. Αργότερα, όταν
οι κοπέλες έφταναν
σε ηλικία γάμου, το
< πτυχίο> μοδιστρικής ήταν ένα
αξιοπρόσεκτο προσόν για τις υποψήφιες πεθερές τους. Απ’ όλους
τους λαούς που ζούσαν στην
περιοχή οι πιο
προκομμένοι ήταν οι έλληνες. Όχι αποκλειστικά και μόνο ,με την έννοια
ότι δούλευαν περισσότερο από τους ντόπιους, αλλά
γιατί παραγάγανε πολύ
περισσότερα γεωργικά και γαλακτοκομικά είδη. Με λίγα λόγια
οι ντόπιοι, με ότι παρήγαγαν
εξασφάλιζαν τις οικογένειες
τους και μόνο
ένα μικρό ποσοστό από
την παραγωγή τους
διέθεταν στο εμπόριο.
Περισσότερο ασχολούνταν με
την κτηνοτροφία και
λιγότερο με την γεωργία. Και
τα είδη αυτά
ήταν φασόλια, καλαμπόκι
και αμπέλια. Οι έλληνες
ήταν αυτοί που
έφεραν στην περιοχή
το καπνό, την καλύτερη ποικιλία
του. Και την
ήμερη λεπτοκαρύα οι
ίδιοι την έφεραν .Η αγορά στο
Σουχούμι , με σχεδόν
ενενήντα τα εκατόν
των ελληνικών προιόντων,
τροφοδοτούσε όλοι την πόλη. Στο πόλεμο με τους
γερμανούς, όταν ο
ντόπιος αντρικός πληθυσμός
είχε φύγει για το
μέτωπο, πάλι οι
έλληνες δεν άφησαν
να πεινάσουν οι
κάτοικοι του Σουχούμι.
Γι’ αυτό τότε, όταν
το 1949 στην
πόλη έφτασε σχεδόν
ολόκληρος στρατός να
μαζέψει τους έλληνες,
να τους στείλει στην εξορία, οι
κάτοικοι εξαγριώθηκαν με
τους στρατιώτες και
άρχισαν να τους βρίζουν.
Οι γυναίκες τους
έκλαιγαν και φώναζαν :
< Που τους
πάτε σκύλοι; Τι σας
έκαναν οι άνθρωποι; Εμείς τι θα γίνουμε
χωρίς αυτούς; Θα πεθάνουμε από τη πείνα!>
Θυμάμαι άλλη μια ιστορία από
τον καιρό του πολέμου: στο λιμάνι
είχαν φτάσει δύο καράβια
φορτωμένα με γυναικόπαιδα. Έμειναν εκεί ένα
μήνα. Οι ελληνίδες -γυναίκες από
τα γύρο χωριά μάζευαν τρόφιμα και
τους έστελναν. Δυστυχώς
τα καράβια, σ’ ένα από
τους βομβαρδισμούς χτυπήθηκαν, και οι περισσότεροι άνθρωποι
σκοτώθηκαν. Οι δικοί
μας ύστερα από
το πρώτο βομβαρδισμό
έφυγαν από την
πόλη και πήγαν στους
συγγενείς τους στα
κοντινά χωριά. Ο
πατέρας μου μόνο
φιλοξένησε για μερικές
εβδομάδες κάπου είκοσι
άτομα. Είχαν γίνει
τουλάχιστον τέσσερις επιδρομές
των γερμανών στη πόλη.
Κατά την διάρκειά
τους καταστράφηκε η
σκάλα που κατέβαινε
στο λιμάνι, μέρος
του Βοτανικού κήπου,
μεγάλη βιοτεχνία παραγωγής
καλτσών και οι καπναποθήκες. Πολλοί έλληνες
πολέμησαν στο σοβιετικό
στρατό ενάντια των
γερμανών και παρασημοφορήθηκαν. Οφείλω να πω όμως,
πως κάποιοι από
τους έλληνες περίμεναν
τους γερμανούς. Πίστευαν
πως έτσι θα έπαιρναν πίσω την περιουσία που
τους κατάσχεσε το σοβιετικό κράτος. Τελειώνοντας μ’ αυτό
το κομμάτι, ας
γυρίσω πάλι στο κομμάτι των σχολείων
γιατί και αυτό έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Απ’ ότι
μου διηγήθηκαν οι
πρεσβύτεροι από τους
ερωτηθέντες , εκείνη την εποχή
τα παιδιά ξεκινούσαν
τα σχολεία από
την ηλικία των
εννέα χρόνων. Τα ελληνικά
γράμματα ήταν είκοσι
και η γραμματική εύκολη. Η
αλήθεια είναι, πως
από τα γραπτά εκείνης της εποχής
που διάβασα, δύσκολα
μπορούσα να συμπεράνω ποιοι
ήταν οι ακριβείς
κανόνες της γραμματικής. Βέβαια ξέρω,
πως τα βιβλία όλων των
μαθημάτων ήταν στην
ελληνική γλώσσα, άλλα ποια
ακριβώς γράμματα χρησιμοποιούσαν είναι άγνωστο. Οι δάσκαλοι,
πέρα από την υποχρεωτική ύλη που έπρεπε
να διδάσκούν, αφιέρωναν πολύ
χρόνο στο να
μαθαίνουν στα παιδιά
την ελληνική ιστορία.
Διοργάνωναν θεατρικές παραστάσεις και άλλες γιορτές. Η μητέρα
μου, σχεδόν μέχρι το
τέλος της ζωής
της απάγγελνε ένα ποίημα
για τον Υψηλάντη. Εγώ όμως τότε, δεν είχα
μυαλό να κάτσω
να καταγράψω όλα, όσα
εκείνη προσπαθούσε να μου
διηγηθεί. Θυμάμαι πάντως, με πόση
θέρμη μιλούσε πάντα για
τους δασκάλους της:
τον Διομήδη (
Μήδη) Φραγκόπουλο , τον Δημήτρη
(Δήμο) Χλωρίδη και
τον Πέτρο Πετρίδη. Τη
χρονιά που στα σχολεία άρχισαν να διδάσκουν
στην γεωργιανή γλώσσα,
τα παιδιά των
ελλήνων σταδιακά σταμάτησαν
να παρακολουθούν τα μαθήματα. Άντε και
να έβγαζαν μια-δύο τάξεις
του δημοτικού. Οι
εκκλησίες σχεδόν σε όλα
τα χωριά είχαν
παραμείνει Μέσα στην πόλη
οι αρχές επέτρεψαν
να λειτουργήσει ( αν κατάλαβα
καλά) μόνο δύο
ορθόδοξες εκκλησίες, Τις
μεγάλες χριστιανικές γιορτές,
το μεγαλύτερο μέρος
του ορθόδοξου πληθυσμού
το γιόρταζε δίπλα
στις εκκλησίες με
χορούς και τραγούδια.
Τις φωνές του
λαού και τον
ήχο του κεμεντζέ
( της λύρας) μπόρεσε
να σταματήσει μόνο
ο βίαιος ξεριζωμός
των ΕΛΛΉΝΩΝ από
την περιοχή του
Καυκάσου το 1949.
Δέκα χρόνια πριν, το 1939, στο λιμάνι ήρθαν δύο
καράβια ( απ’ ότι κατάλαβα, όχι συγχρόνως) και
μετέφεραν ένα ανεξακρίβωτο αριθμό οικογενειών στην Ελλάδα. Από το λιμάνι του
Πειραιά τους μετέφεραν
σε κάποιο ξενοδοχείο
στην οδό Αθηνάς.
Τους φιλοξένησαν εκεί
για λίγο καιρό
και ύστερα τους
είπαν να φύγουν,
να πάνε να βρουν
τους συγγενείς τους
στην επαρχία, ( και μόνο
στην επαρχία) να
τους φροντίσουν εκείνοι. Τότε ήταν που ήρθε
στην Ελλάδα και
ο δάσκαλος της
μητέρας μου, ο Διομήδης Φραγκόπουλος. Όταν το 1974
ήρθαμε και εμείς
στην <πατρίδα>, ο Διομήδης
βρήκε και επισκέφθηκε τη
μητέρα μου. Ήταν
πολύ συγκινητική η
συνάντηση δασκάλου με
τη μαθήτρια…. Άσχετο, γυρίζουμε
πίσω! Είναι ώρα
να ασχοληθώ λίγο
με τα ήθη και τα
έθιμα των Ρωμαίων.
Βασικά απ’ αυτά
δεν έχει αλλάξει
κάτι ούτε στο
ελάχιστο. Εννοώ σε σχέση
με το Πόντο. Ο γάμος
και η βάπτιση γινόντουσαν
με τον
ίδιο τρόπο, όπως και
εκεί. Θα πω μόνο
λίγα πράγματα, τα
πριν του γάμου.
Κάποιοι γάμοι ήταν
αποτέλεσμα ενός
συνοικεσίου. Κάποιοι άλλοι από έρωτα . Στην πρώτη περίπτωση τη
νύφη την διάλεγε
η μητέρα του
γαμπρού. Οι γυναίκες,
που είχαν γιους
της παντρειάς, όταν
πήγαιναν σε γάμους,
βαπτίσεις η πανηγύρια
και κοίταζε τα
κορίτσια. Αν της
άρεσε κάποια κοπέλα,
έστελνε προξενιά στο
σπίτι των γονιών
και την ζήταγαν
σε γάμο( ψαλάφεμα).
Όταν στη μέση
υπήρχε ο έρωτας, γινόταν
πάλι το ίδιο,
δηλαδή την ζητάγανε τη
νύφη. Στη τρίτη περίπτωση, στο κλέψιμο, λόγο είχε
μόνο το ζευγάρι. Βέβαια
υπήρχε πάντα κάποιο τρίτο άτομο
που τους βοηθούσε. Η
αλήθεια είναι πως
αυτός ο τρίτος
συχνά ήταν η
μάνα του νεαρού.
Συνήθως το κλέψημο
γινόταν όταν προηγουμένως είχαν
ζητήσει το κορίτσι και οι
γονείς της είχαν
απορρίψει την πρόταση. Στη διαδικασία του γάμου
δεν θα σταθώ πολύ, γιατί
υπάρχει πληθώρα πληροφοριών στα βιβλία και διάφορες
ιστοσελίδες. Το ίδιο
και για τις
βαπτίσεις. Θα πω λίγα
λόγια για τα πανηγύρια. Αυτά πρέπει να ήταν
τα πιο σημαντικά γεγονότα στη
ζωή των ελλήνων.
Με όσους και
αν συζήτησα, το
πρώτο πράγμα για το
οποίο μου μίλησαν
ήταν τα πανηγύρια. Όποια εκκλησία και αν γιόρταζε, όσο μικρό και
αν ήταν το
χωριό, ο κόσμος
σύρρεε εκεί απ’
όλες τις γωνιές
του τόπου. Περπατούσαν
χιλιόμετρα ολόκληρα για
να συναντήσουν τους
συντοπίτες τους , να
εκκλησιαστούνε πρώτα μαζί και
ύστερα να ριχτούνε
στο τραγούδι και
το χορό. Τη διαδρομή
την έκαναν φορώντας τα
πρόχειρα τα ρούχα
τους, κρατώντας στο
χέρι τα <<καλά τα λώματα>> Αν
ήταν καλοκαίρι, περπατούσαν
ξυπόλητοι για να μην
χαλάσουν τα παπούτσια
τους. Όταν έφταναν στο
προορισμό τους , πήγαιναν
σε σπίτια συγγενών η
γνωστών για να
αλλάξουν. Στα ίδια σπίτια
ύστερα τους φιλοξενούσαν μέχρι να τέλειωνε
το πανηγύρι. Στην εξορία
τα πανηγύρια κοπήκανε. Στον αφιλόξενο τόπο όπου
έριξαν τους ορθόδοξους
έλληνες δεν υπήρχαν
ούτε ναοί. Ούτε
ιερείς. Οι λίγοι
που υπήρχαν, θα
μπορούσε να τους
πει κανείς ,,πλανόδιους κήρυκες>> Τότε ήταν
που πρωτογεννήθηκε η
θρυλική μορφή του
παπά- Τρασαγγέλ. Το
πραγματικό του όνομα
ήταν Χαράλαμπος Αθανασιάδης (1898-1976) Το παρατσούκλι
του είχε μείνει
από τον πατέρα του,
που ζούσε στο
Πόντο στην περιοχή
Ορντού. Είχε άλλου δύο
αδελφούς. Ήταν και οι
τρις τους τόσο
όμορφοι που όλοι τους
παρομοίαζαν με αγγέλους. Έτσι έγιναν οι τρις άγγελοι,
δηλαδή: Τρασαγγέλ. Στην
εξορία, το καιρό
του περιορισμού, ο ιερέας
αυτός ήταν ο
μόνος εκπρόσωπος της
εκκλησίας. Με κίνδυνο
να φυλακιστεί, πήγαινε
κρυφά από χωριό
σε χωριό όπου
τον καλούσαν. Με τον καιρό
είχε γίνει τόσο
δημοφιλείς και στους
ντόπιους, που πλέον
κυκλοφορούσε ανενόχλητος. Σε
όποιο σπίτι και
αν πήγαινε θα έβρισκε
έστω και μια
εικόνα. Ήταν αυτές,
που οι παππούδες μας έφεραν
στον Καύκασο από
τον Πόντο και που τις
κουβάλησαν οι γονείς
μας στην δική
τους προσφυγιά. Και ας
τους μάθαιναν στα
σχολεία τραγουδάκια όπως
αυτό, που όταν
το λέγανε στο
σπίτι, τους έδερναν
οι γονείς:
Δεν θέλουμε
εκκλησία, δεν θέλουμε
παπάδες.
Όλα είναι
ξύλα, εικόνες και μπογιάδες.
Και να σκεφτεί
κανείς , ότι
η θρησκεία μας
ήταν αυτή που καταδίκασε τους παππούδες και
γονείς να υποστούν
όλα τα δεινά που ακολούθησαν. Αν οι πρώτοι είχαν εξισλαμιστεί και αν οι
δεύτεροι είχαν πάρει
την σοβιετική υπηκοότητα , δηλαδή να
γίνουν άθρησκοι, τίποτα
από τα παρακάτω δεν
θα είχαν συμβεί. Δεν
θα βίωναν τη
συνεχή προσφυγιά
από μια
μουσουλμανική χώρα στην
άλλη και ξανά.
Εκεί, στο Καζαχστάν , δεν ήταν οι πρώτοι
εξόριστοι. Όταν 3
Νοεμβρίου του 1938
η Ιαπωνία ανακήρυξε
τη δημιουργία <
Νέας Τάξης >
στην Ανατολική Ασία , αυτό σήμαινε
την έναρξη σειράς εχθροπραξιών έναντι Κίνας, Ρωσίας
και Μογγολίας. Ήταν 13 Ιουλίου του 1938 όταν ο
Ιαπωνικός στρατός πέρασε
τα Ρωσικά σύνορα
και αμέσως μετά
την έναρξη των
εχθροπραξιών, όλοι οι
Κορεάτες που κατοικούσαν
στη περιοχή, είχαν
εκτοπιστεί στο Καζαχστάν. Μέχρι τα τέλη
του Αυγούστου οι
Ρώσοι είχαν εκδιώξει τους
Ιάπωνες, όμως οι
Κορεάτες δεν γύρισαν
ποτέ στις εστίες τους.
Και όταν στις
30 Νοεμβρίου του
1939 ξεκίνησαν οι
εχθροπραξίες μεταξύ Ρωσίας
-Φιλανδίας , που έλιξαν στης
12 Μαρτίου του 1940 (
με νίκη της
Ρωσίας βέβαια), όλοι οι
Φιλανδοί είχαν και
αυτοί εκτοπιστεί στην
Ασία. Στα μέσα
του 1943 σειρά
είχαν οι Γερμανοί, που η παρουσία τους στο
χώρο της Ρωσίας
μετρούσε από την εποχή
του Μεγάλου Πέτρου.
Για την δικοί
τους εξορία δεν
μίλησε ποτέ κανένας,
παρά μόνο οι ίδιοι,
μετά την κατάρρευση
της Σοβιετικής Ένωσης.
Ακολούθησαν, 1943-1944 οι Έλληνες
της Κριμαίας, Βούλγαροι,
Αρμένιοι. Το 1949,
με των εκτοπισμό των Ελλήνων
του Καυκάσου , στο
Καζαχστάν συγκεντρώθηκε μια
πραγματικά μεγάλη παρέα,
που σίγουρα κανένας
απ’ αυτήν δεν θα
προσφώνησε το Στάλιν
<<ΠΑΤΕΡΟΥΛΗ>>
Εμείς, οι πρόσφυγε
τρίτης γενιάς, ακούγαμε
τους παππούδες να
μας μιλούν με
νοσταλγία για την
πατρίδα τους, το Πόντο.
Οι γονείς μας
μιλούσαν με νοσταλγία
για τον Καύκασο, την
δική τους πατρίδα.
Για τον τόπο
αυτόν, πατρίδα των
γονιών μας, αποφάσισα
να γράψω πριν
τρία χρόνια. Για
να τιμήσω τη
μνήμη τους.
ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ
ΣΟΥΧΟΥΜΙ
Α
ΧΩΡΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
----------
-----------------
1 Άζαντα
Άγιος Νικόλαος
Άγιος
Ιωάννης Αποκεφαλιστής.
2 Άκαπα
Άγιος Κωνσταντίνος.
3 Άπουστα άγνωστη
4 Αλεξάνδρεια
δισυπόστατη Αγ. Αλέξανδρος - Αγ.
Νικόλαος.
5 Άμσαρα άγνωστη
6 Αναστάσοφκα άγνωστη
7 Αλάν(Άνω)
8 Αλάν(Κάτω) Κοίμηση της
Θεοτόκου
9 Απαζάνταγου
Μεταμόρφωση του Σωτήρος.
10 Άσχαρα
άγνωστο
Β
11 Βολοντάροφκα άγνωστο
Γ
12 Γουρζούλ
Άγιος Παντελεήμονας.
Ζ
13
Ζουρνατζάντων Άγιος Γεώργιος.
Η
14 Ηρακλίχ
χωρίς εκκλησία
Κ
15 Κιλιρίμς
Άγιος Γεώργιος;
16 Κουμουτσκούρ
άγνωστο
17 Καταπάρ
Προφήτης Ηλίας.
18 Κορονάβα
Αρχάγγελου Μιχαήλ.
19 Κεπούρια Άγιος Γεώργιος.
20 Κελιασούρ
άγνωστο
21 Κουρλέψ
άγνωστο
22 Κούμα Πέτρου
και Παύλου
23 Κερκεμίς
Άγιος Ιωάννης Βαπτιστής.
Λ
24 Λευτεροχώρ
Μεταμόρφωση του Σωτήροσ
25 Λιντάβα (Άνω)
26 Λιντάβα (Κάτω)
27 Λέμψα
χωρίς εκκλησία
Μ
28 Μπέσκαρντας
άγνωστο
29 Μεσοχώρ
Άγιος Δημήτριος.
30 Μπαχπαράνι
Άγιος Γεώργιος.
31 Μαραμπάς
Κοίμηση της Θεοτόκου.
32 Μανέα Προφήτης Ηλίας.
33 Μερχεούλι
Άγιος Παντελεήμονας.
34 Μαρίνσκι
χωρίς εκκλησία
Π
35 Παλ άγνωστο
36 Παρναούτ
Άγιος Δημήτριος.
37 Πιαντσούκ
Προφήτης Ηλίας.
38 Πιπεράντων
χωρίς εκκλησία
39 Πολτάβσκαγια
Κοίμηση της Θεοτόκου.
40 Ποστογάλ
άγνωστο
41 Πούρτς Κοίμηση της
Θεοτόκου.
Σ
42 Σούμπαρα
άγνωστο
Τ
43 Τεμερτζίκ
Αγία Αικατερίνη.
44 Τσαλ άγνωστο
45
Τζιτζιμπάρ(Άνω) άγνωστο
46 Τσιν άγνωστο
47 Τσιναλούκ άγνωστο
48 Τζιτζιμπάρ
(Κάτω)
άγνωστο
49 Τζιτζιμπάρ
(Άνω)
άγνωστο
50 Τσεπέλ (Άνω)
άγνωστο
51 Τσεπέλ
(Κάτω) άγνωστο
52 Τσετέλ χωρίς εκκλησία
53 Τσάμσιρα
Άγιος Γεώργιος.
54 Τράντα 1) Άγιος Κωνσταντίνος.
2) Άγιος Δημήτριος.
3) Άγιος Γεώργιος.
Φ
55-56 Φουντουκλούκ(
Άνω- Κάτω) άγνωστο
Χ
57 Χαλατζιδών
Άγιος Χαράλαμπος
58 Χατχηδάντων
Κοίμηση της Θεοτόκου
59 Χούρμαλουκ
Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.
Στο χωριό Απούστα της Αζάντας έμεναν πολλοί Ριζέτ (από τη Ριζούντα). Εκκλησία δεν υπήρχε. Η κοντινότερη Εκκλησία ήταν ο «Αϊ Ιάννες ο Πρόδρομος» στην Αζάντα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα θα ήθελα να έρθω σε επαφή μαζί σας μήπως βρω περισσότερες πληροφορίες για τους δικούς μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεννήθηκαν στο Παρναούτ και στο Καταπάρ
zoikaragiannidou@gmail.com
ΔιαγραφήΤσάμσιρα οι Πόντου έλεγαν την πόλη Οτσαμτσίρα (Ochamchira). Σωστή ονομασία είναι η Οτσαμτσίρα. Χωριό με την ονομασία Κιλιρίμς δεν υπήρχε. Προφανώς είναι πολύ παραμορφωμένη ονομασία Gulripsh. Το Κουρλέψ πάλι δεν υπήρχε. Είναι η ιδία παραμορφωμένη ονομασία του Gulripsh. Τα ιδία προβλήματα έχουν και οι περισσότερες ονομασίες της λίστας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤώρα έτυχε να δω το σχόλιο και δεν καταλαβαίνω το νόημά του. Ρώτησα για τα χωριά πλήθος κόσμου και αυτές τις ονομασίες μου έδωσαν και πολλοί από αυτούς έχουν πεθάνει, ξέροντας πως σε αυτά έζησαν. Το χωριό των γονιών μου, το Πουρτς ,στην πραγματικότητα λεγόταν Άνω Μπίρτσχα. Όταν ώμος με ρωτούν για αυτούς από που ήταν, λέω πως ήταν Πουρτσλίδες
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίμαι κι εγώ Ελληνίδα από την Αμπχαζία, το 1991 πριν τον πόλεμο ήρθαμε Ελλάδα. Το χωριό μου που έκλεισα τα 8 μου και το εγκατέλειψα μετά, είναι η Άκαπα, αλλιώς "Κονσταντίνοφκα" λόγο της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου. Όταν πηγαίναμε στο σχολείο που ήταν δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, ανάβαμε στα κρυφά ένα κερί μη μας δουν οι Γεωργιανοί και μας καταγγείλουν στην κοινότητα του χωριού. Την Ανάσταση (Λαμπρή) πηγαίναμε στο διπλανό χωριό που ένας Έλληνας φιλοξενούσε κρυφά έναν παπά και λέγαμε το "Χριστός Ανέστη" κι αυτό κρυφά
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ μητέρα μου ήταν από το Τσετέλ, εκεί ούτε εκκλησία ούτε σχολείο δεν είχαν, πήγαιναν στο διπλανό χωριό στο σχολείο και για να ανάψουν ένα κερί πήγαιναν στο Αλάν, έκοβαν δρόμο από το δασάκι και η διαδρομή ήταν 10 λεπτά με τα πόδια.
Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του αποκεφαλιστή στην Αζάντα θα μου μείνει πάντα στην καρδιά μου, το ποτάμι με το κρύο νερό, το αίμα πάνω στην πέτρα και τα ψηλά δέντρα θα μείνουν πάντα στην παιδική μου ψυχή.
Με τον Άγιο Ιωάννη στο Χούρμαλοχ πάντα έκλαιγα, πολλές λεηλασίες δέχτηκε, ένα από αυτό, ο γεωργιανός που πήγαινε να ξηλώσει την καμπάνα του και δεν μπόρεσε, όταν έφτασε στο σπίτι του γυναίκα και παιδιά έχασαν τα μυαλά τους.
Καλησπέρα, θα μπορούσα να μάθω πώς λέγεται σήμερα το Τσεπέλ; Επίσης υπάρχουν αρχεία εκκλησιαστικά για τους κατοίκους του Σουχούμι;
ΑπάντησηΔιαγραφή