Ερχόμενη στην
Ελλάδα και μη ξέροντας τα
ελληνικά για να
συνεννοηθώ με τους συγγενείς
εδώ , κατέφυγα στην
ρωμαίικη γλώσσα. Τα πήγαινα
μια χαρά. Καταλαβαινόμασταν απόλυτα. Όταν όμως χρειάστηκε
να έρθω σε
επαφή με άλλους
πόντιους, τύχαινε να
μην κατανοώ κάποιες
λέξεις. Συνειδητοποίησα
πως ανάλογα από
το τόπο που
ζήσαμε, είχαμε μερικές
γλωσσικές διαφορές. Κάποιες δικές
τους λέξεις τις ήξερα
με άλλη απόδοση, κάποιες άλλες ήταν ανά-γραμματισμένες και κάποιες δικές
μου λέξεις, δεν
τις γνώριζαν καθόλου
οι συνομιλητές μου. Επίσης κατάλαβα πως κανένας
μας δεν ήταν
λάθος. Στο κείμενό
μου θέλω να
αναφέρω αυτές τις
λέξεις όπως τις
λέγαμε εμείς στο
τόπο μου και σε
μερικές να δώσω και
κάποιες ερμηνείες , όπως τις
ξέρω εγώ. Θα
ξεκινήσω με την
λέξη
Μοθόπωρον (μεθόπωρον)-
φθινόπωρο( εποχή που τα φροούτα
μετά το καλοκαίρι
φθίνουν, λιγοστεύουν. Όπως και στα ποντιακά
σημαίνει η εποχή
μετά του τέλους
της συγκομιδής
των φρούτων:
μεθ+όπωρον)
Πακλάεμαν -
ξεκούμπισμα
Ροθωνίζω - ροχαλίζω( εδώ
βλ. λέξη- ρουθούνια)
Πασκειμ - σάμπως
Παρλαεύω - λάμπω, αστράφτω( πιθανόν από
την λέξη <πέρλα>
Συνήθως αναφέρετε
στην καθαριότητα του
σπιτιού και
των ρούχων.)
Συνέλκα - (συν+ ηλικία) συνομήλικα
Ταουσάνος - λαγός (Λέξη που
την θυμούνται ελάχιστοι
και πρέπει να
είναι καθαρά τούρκικη. Στις
στέπες , από εκεί που
προέρχονται οι
τούρκοι, θα είχε πολλούς
λαγούς. Στο Πόντο
κοντά στο
Βεζίρκιοπρου υπήρχε βουνό
με την ονομασία
Ταουσάν Νταγ. Επίσης στην
Χαρχέρα είχε ενορία
με την
ονομασία: Ταουσάντων.)
Σερότια( χερότια) -
γάντια ( Λέξη ελληνικότατη. Πίστευα πως στο
χώρο της
Ελλάδας κανένας δεν την
γνώριζε .Ώσπου κάποτε,
παρακολουθώντας το θεατρικό
του Μποστ< Φαύστα>
άκουσα
αυτή τη
λέξη. Ένοιωσα απερίγραπτη χαρά
τότε!)
Θέσα(σέθα)
- σκόρος (αρχαία ελλ. λ.: σις)
Κονοποίουμαι - κυλιέμαι σαν τον όνο ( κ
+ όνο -ποιώ), με
λίγα λόγια, κάνω
όπως ο όνος , όταν κυλιέται
χάμω )
Δουρβαν - ξύλινο δοχείο
αποβουτύρωσης της κρέμας του
γάλακτος.
Πατεύω - πατώνω, βουλιάζω.
Κόττος - πετεινός (
αρχ. ελλ. λέξη ) η λέξη < κουτός > προέρχεται από
τη λέξη <
κόττος>, λόγο περιορισμένης αντίληψης αυτού
του πτηνού.)
Εκοττόβωσα - ξεκούτιανα
Αγρεμικόν - αγριάνθρωποσ
Τσαζού - φωνακλού
Τεκ - ένα κομμάτι
Τσοκεύω - μετακομίζω
Κουθίζω - ραμφίζω ( Λένε
και αστειευόμενοι για κάποιον
που
αγοκοιμάται.< κουθίζ το
μυτίνατ’>)
Λαλάτς - βότσαλο ( αρχ. ελλ.
λέξη: λάλλαξ)
Τσουπούκ - μακρύ ξερό
κλαδί, το τοποθετούσανε να
υποβαστάζει τις
φασολιές ( εξού και
τα
τσουπουκλία φασούλια)
Τσουπούμαι - εισχωρώ, χώνομαι
Ταραγόν φαίν -
τουρλού
Στοιβαχτόν
- λαχανόρυζο
Πεχτίν
- στιφάδο
Ζατίμ - ούτος η άλλος
Τσουρμουλίζω -
τσιμπάω
Παστάν
- σχεδόν
Φούρνικον - καλαμπόκι ψημένο στο φούρνο
Μέστια - παντόφλες( λέξη που
οι πόντιοι στο ελλαδικό χώρο δεν
Γνωρίζουν)
Σόλεμαν - ξεθώριασμα
Ναφιλέν - ελάχιστα
Ρέχκουμαι - ρεύομαι
Σκουντουλίζω - μοσχοβολάω
Τσιβίν
- βελόνα πλεξίματος
Στέρια-στέρια
- προσεκτικά
Σκαλώνω - ξεκινώ
Χορεντιαρία - χορευταρού
Σκίζω
- διασχίζω
Πουίκ
- μουστάκι
Πουικλής
- μουστακαλής( Για να
μην αναφέρουν το
όνομα του Στάλιν
οι
Πόντιοι τον αποκαλούσαν
ο < αφορισμένος
πουικλής.>)
Ταμάρ
- νεύρο
Ταμαρόφυλλο
- νευρόφυλλο ( Στην Ελλάδα
θεωρείται ζιζάνιο του
αγρού. Ωστόσο έχει
απεριόριστες φαρμακευτικές
ιδιότητες. Αν το
βάλεις σε πυώδη
πληγή, σε λίγες
ώρες τραβάει
όλο το πύων. Στη μαγειρική με
τα
φύλλα του
φυτού φτιάχνουν ντολμές.)
Λειφτός
- λειψός
Αλάργα η αποπάνκές
- επιφανειακά
Σαριλούκ - ίκτερος. Επίσης
το κοκκίωμα του επιχείλιου χαλινού
Δοντολάβ
- οδοντική τανάλια
Φροθάκα - βατράχι
Χαβεσλούκ
- επιθυμία
Φουσκίν
- καβαλίνα αλόγου,
όνου και μουλαριού ( από το
σχήμα που
μοιάζει με φούσκα)
Μιγκήν
- ανάγκη
Φούρφουλα, τα - ψητά
μήλα, ( ίσως
και άλλα φρούτα)
Κουλλίζω
- αποκεφαλίζω (
συγκεκριμένα τα ψάρια, από το
αρχαίο
κυλλός - ανάπηρος, η (
πηρός –σακάτης.
σήμερα λ. κουλός)
Χάταλο , το - μικρό παιδί( πιθανώς
από αρχ. άτταλοσ- νέος, τρυφερός)
Πίσσενα, η - βρομιάρα ( από
την λ. πίσσα, που σημαίνει
και βρομιά)
Μουτ, το - ελπίδα ( η και εκπλήρωση
προσδοκιών)
Χαψίν, το -
γαύρος( κάποιοι λανθασμένα αμφισβητούν την ελληνικότητα
της λέξης. Στην Πελοπόννησο σε κάποιες
περιοχές
το γαύρο
το λένε <
χαψιά> για το
μικρό του
μέγεθος.)
Ορμάνι, το -
το πυκνό και
σκοτεινό δάσος. ( Η
λέξη αυτή σηκώνει μεγάλη
κουβέντα.
Εκεί που όλοι, αναμφισβήτητα την
θεωρούσαν τουρκική
λέξη ήρθαν οι
γλωσσολόγοι
και ανάτρεψαν
τα δεδομένα. Η
λέξη έχει άμεση
σχέση με τους
αθίγγανους , των οποίων
η διεθνής
ονομασία είναι<
Ρομά .>.
Όταν λοιπόν οι
Ρομά, - των οποίων η
πατρίδα ήταν
η Ινδία-
σκόρπισαν, περιπλανώμενοι ανά
κόσμο,
κρύβονταν μέσα
στο βάθος των
δασών. Όταν λοιπόν
κάποιος αναφερόταν
στο μέρος όπου
ζούσαν οι Ρομά,
το ονόμαζαν < ορμάνι>
Μο - το ορκωτικό
μόριο των αρχαίων
ελλήνων < μα>. Σε
κάποιο λεξικό
τη λέξη γράφουν
σαν ρήμα που
προσδιορίζει τη
γενετήσια πράξη, < σαν
μώτω η
μώτη> δηλαδή
< γαμώ το
η γαμώ τη> Λάθος μεγάλο!
Δεν μπορούσαν
οι παππούδες και
οι γονείς μου,
λέγοντας <
μο το θεό και μο
την πίστημ’> να
βλαστημούσαν το
θεό και την
πίστη τους, παρά
μόνο
ορκιζόντουσαν σ’αυτά!
Δαυκίν, το - το γνωστό
καρότο ( από αρχ. ελλ.
λέξη δαύκος. Ακόμα
και τώρα
που την γράφω,
μου την βγάζει
τη λέξη
λάθος! Δεν
την έχουν ακουστά
ούτε έλληνες, ούτε
πόντιοι.
Σε αυτό το
σημείο σταματάω το
κείμενό μου, χωρίς
αυτό να σημαίνει
βέβαια, πως τελείωσε και
η έρευνα μου.
Θα επανέλθω κάποτε
με καινούργιο υλικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου